λαθητικός: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lathitikos | |Transliteration C=lathitikos | ||
|Beta Code=laqhtiko/s | |Beta Code=laqhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=λαθητική, λαθητικόν, [[likely to escape detection]], Arist.''Rh.''1372a21. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui se cache volontiers, qui aime à se cacher.<br />'''Étymologie:''' [[λανθάνω]]. | |btext=ή, όν :<br />[[qui se cache volontiers]], [[qui aime à se cacher]].<br />'''Étymologie:''' [[λανθάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λᾰθητικός:''' [[легко скрывающийся]], [[могущий без труда скрыться]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λᾰθητικός:''' -ή, -όν, αυτός που δύναται να διαφύγει της προσοχής των άλλων, σε Αριστ. | |lsmtext='''λᾰθητικός:''' -ή, -όν, αυτός που δύναται να διαφύγει της προσοχής των άλλων, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λᾰθητικός, ή, όν<br />[[likely]] to [[escape]] [[notice]], Arist. | |mdlsjtxt=λᾰθητικός, ή, όν<br />[[likely]] to [[escape]] [[notice]], Arist. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:48, 25 August 2023
English (LSJ)
λαθητική, λαθητικόν, likely to escape detection, Arist.Rh.1372a21.
German (Pape)
[Seite 5] der sich leicht verbergen kann, leicht verborgen bleibt, λαθητικοί εἰσιν οἵ τ' ἐναντίοι τοῖς ἐγκλήμασιν, οἷον ἀσθενὴς περὶ αἰκίας, Arist. rhet. 1, 12, was er selbst auch ausdrückt δύνανται καὶ πράττειν καὶ λανθάνειν.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se cache volontiers, qui aime à se cacher.
Étymologie: λανθάνω.
Russian (Dvoretsky)
λᾰθητικός: легко скрывающийся, могущий без труда скрыться Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰθητικός: -ή, -όν, ὁ διαφεύγων ἢ δυνάμενος νὰ διαφύγῃ τὴν προσοχὴν τῶν ἄλλων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 5.
Greek Monolingual
λαθητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που διαφεύγει ή μπορεί να διαφύγει την προσοχή των άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- του λανθάνω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαθ-ον) + επίθημα -ητικός κατά το σχήμα μανθάνω - μαθητής / μαθητός - μαθητικός.
Greek Monotonic
λᾰθητικός: -ή, -όν, αυτός που δύναται να διαφύγει της προσοχής των άλλων, σε Αριστ.