κονυζίτης: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=konyzitis
|Transliteration C=konyzitis
|Beta Code=konuzi/ths
|Beta Code=konuzi/ths
|Definition=[<b class="b3">ῑ] οἶνος, ὁ</b>, wine <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[flavoured with]] [[κόνυζα]], Dsc.5.53, <span class="title">Gp.</span>8.10.</span>
|Definition=[ῑ] οἶνος, ὁ, wine [[flavoured with]] [[κόνυζα]], Dsc.5.53, ''Gp.''8.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κονυζίτης]], ὁ (ΑM)<br />(για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[κόνυζα]], αυτός που περιέχει [[κόνυζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνυζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσ</i>-[[ίτης]], <i>ρητιν</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=[[κονυζίτης]], ὁ (ΑM)<br />(για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[κόνυζα]], αυτός που περιέχει [[κόνυζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνυζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[θαλασσίτης]], [[ρητινίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονυζίτης Medium diacritics: κονυζίτης Low diacritics: κονυζίτης Capitals: ΚΟΝΥΖΙΤΗΣ
Transliteration A: konyzítēs Transliteration B: konyzitēs Transliteration C: konyzitis Beta Code: konuzi/ths

English (LSJ)

[ῑ] οἶνος, ὁ, wine flavoured with κόνυζα, Dsc.5.53, Gp.8.10.

German (Pape)

[Seite 1482] ὁ, οἶνος, mit κόνυζα abgezogener Wein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κονυζίτης: οἶνος, ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος μὲ κόνυζαν, Διοσκ. 5. 63.

Greek Monolingual

κονυζίτης, ὁ (ΑM)
(για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί από κόνυζα, αυτός που περιέχει κόνυζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνυζα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. θαλασσίτης, ρητινίτης)].