ἐμποδοστάτης: Difference between revisions
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empodostatis | |Transliteration C=empodostatis | ||
|Beta Code=e)mpodosta/ths | |Beta Code=e)mpodosta/ths | ||
|Definition= | |Definition=ἐμποδοστάτου, ὁ, ([[στῆναι]]) [[in the way]], ib.''1 Ch.''2.7, Suid. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[que obstaculiza]], [[que es un estorbo o perturbación]] Αχαρ ὁ ἐ. Ισραηλ Acar, que fue un obstáculo para Israel</i> [[LXX]] 1<i>Pa</i>.2.7, cf. Sud. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμποδοστάτης''': -ου, ὁ, (στῆναι) ὁ μεταξὺ τῶν ποδῶν ἄλλου ἱστάμενος, ὁ ἐμποδίζων, Ἑβδ. (Α Παραλειπ. Β΄, 7), Σουΐδ., Ἐκκλ. | |lstext='''ἐμποδοστάτης''': -ου, ὁ, (στῆναι) ὁ μεταξὺ τῶν ποδῶν ἄλλου ἱστάμενος, ὁ ἐμποδίζων, Ἑβδ. (Α Παραλειπ. Β΄, 7), Σουΐδ., Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμποδοστάτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται [[μέσα]] στα πόδια άλλου, που αποτελεί [[εμπόδιο]]<br /><b>2.</b> [[θορυβοποιός]], [[ταραξίας]]. | |mltxt=[[ἐμποδοστάτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται [[μέσα]] στα πόδια άλλου, που αποτελεί [[εμπόδιο]]<br /><b>2.</b> [[θορυβοποιός]], [[ταραξίας]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐμποδοστάτου, ὁ, (στῆναι) in the way, ib.1 Ch.2.7, Suid.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que obstaculiza, que es un estorbo o perturbación Αχαρ ὁ ἐ. Ισραηλ Acar, que fue un obstáculo para Israel LXX 1Pa.2.7, cf. Sud.
German (Pape)
[Seite 815] ὁ, im Wege stehend, hindernd, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποδοστάτης: -ου, ὁ, (στῆναι) ὁ μεταξὺ τῶν ποδῶν ἄλλου ἱστάμενος, ὁ ἐμποδίζων, Ἑβδ. (Α Παραλειπ. Β΄, 7), Σουΐδ., Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἐμποδοστάτης, ο (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται μέσα στα πόδια άλλου, που αποτελεί εμπόδιο
2. θορυβοποιός, ταραξίας.