σιδηρόσπαρτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sidirospartos
|Transliteration C=sidirospartos
|Beta Code=sidhro/spartos
|Beta Code=sidhro/spartos
|Definition=ον, [[sown]] or [[produced by iron]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ocyp.</span>100</span>.
|Definition=σιδηρόσπαρτον, [[sown]] or [[produced by iron]], Luc.''Ocyp.''100.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />engendré par le fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[σπαρτός]].
|btext=ος, ον :<br />[[engendré par le fer]].<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[σπαρτός]].
}}
{{elnl
|elnltext=σιδηρόσπαρτος -ον &#91;[[σίδηρος]], [[σπείρω]]] door ijzer geproduceerd. [Luc.] 74.100.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηρόσπαρτος:''' [[причиненный железом]] (ножом) ([[πόνος]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />σπαρμένος με σίδηρο ή αυτός που προέρχεται από σίδηρο («τολμᾷς σιδηρόσπαρτον ἐπιβαλεῖν πόνον;», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σπαρτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὀφιό</i>-<i>σπαρτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />σπαρμένος με σίδηρο ή αυτός που προέρχεται από σίδηρο («τολμᾷς σιδηρόσπαρτον ἐπιβαλεῖν πόνον;», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σπαρτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπείρω]]), [[πρβλ]]. [[ὀφιόσπαρτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηρόσπαρτος:''' -ον, αυτός που είναι σπαρμένος με σίδερα ή κατασκευασμένος από σίδηρο, σε Λουκ.
|lsmtext='''σῐδηρόσπαρτος:''' -ον, αυτός που είναι σπαρμένος με σίδερα ή κατασκευασμένος από σίδηρο, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=σιδηρόσπαρτος -ον [σίδηρος, σπείρω] door ijzer geproduceerd. [Luc.] 74.100.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηρόσπαρτος:''' [[причиненный железом]] (ножом) ([[πόνος]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρό-σπαρτος, ον,<br />[[sown]] or produced by [[iron]], Luc.
|mdlsjtxt=σῐδηρό-σπαρτος, ον,<br />[[sown]] or produced by [[iron]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόσπαρτος Medium diacritics: σιδηρόσπαρτος Low diacritics: σιδηρόσπαρτος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΣΠΑΡΤΟΣ
Transliteration A: sidēróspartos Transliteration B: sidērospartos Transliteration C: sidirospartos Beta Code: sidhro/spartos

English (LSJ)

σιδηρόσπαρτον, sown or produced by iron, Luc.Ocyp.100.

German (Pape)

[Seite 880] durch Eisen gesäet od. verursacht, Luc. Ocyp. 100.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
engendré par le fer.
Étymologie: σίδηρος, σπαρτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρόσπαρτος -ον [σίδηρος, σπείρω] door ijzer geproduceerd. [Luc.] 74.100.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόσπαρτος: причиненный железом (ножом) (πόνος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόσπαρτος: -ον, ἐσπαρμένος ἢ παραγόμενος διὰ σιδήρου Λουκ. Ὠκύπ. 100.

Greek Monolingual

-ον, Α
σπαρμένος με σίδηρο ή αυτός που προέρχεται από σίδηρο («τολμᾷς σιδηρόσπαρτον ἐπιβαλεῖν πόνον;», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. ὀφιόσπαρτος].

Greek Monotonic

σῐδηρόσπαρτος: -ον, αυτός που είναι σπαρμένος με σίδερα ή κατασκευασμένος από σίδηρο, σε Λουκ.

Middle Liddell

σῐδηρό-σπαρτος, ον,
sown or produced by iron, Luc.