τροχοπέδη: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trochopedi | |Transliteration C=trochopedi | ||
|Beta Code=troxope/dh | |Beta Code=troxope/dh | ||
|Definition=ἡ, [[the drag]] or [[brake of a wheel]], Herodes Atticus ap. | |Definition=ἡ, [[the drag]] or [[brake of a wheel]], Herodes Atticus ap.Ath.3.99c. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:51, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, the drag or brake of a wheel, Herodes Atticus ap.Ath.3.99c.
Greek (Liddell-Scott)
τροχοπέδη: ἡ, δεσμὸς τροχοῦ, ὁ μηχανισμὸς δι’ οὗ ἡ κίνησις τοῦ τροχοῦ ἐμποδίζεται ἢ ἐπέχεται, Λατιν. sufflamen, Ἡρῴδης παρ’ Ἀθην. 99C· λέγεται καὶ ἐποχεύς.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
1. μηχανισμός επίσχεσης ή επιβράδυνσης της κίνησης περιστρεφόμενου τροχού, φρένο
2. μτφ. εμπόδιο («η αδιαλλαξία της μιας από τις ενδιαφερόμενες πλευρές αποτελεί τροχοπέδη για την πρόοδο τών συνομιλιών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + πέδη «δεσμός» (πρβλ. ιστοπέδη)].
German (Pape)
ἡ, Radhemme, Hemmschuh an den Rädern, sonst ἐποχλεύς, Herod.Attic. bei Ath. III.99c.