καλπάζω: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalpazo
|Transliteration C=kalpazo
|Beta Code=kalpa/zw
|Beta Code=kalpa/zw
|Definition=(<b class="b3">κάλπη</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">trot</b>, of a horse, <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>145</span> A, Aq.<span class="title">Je.</span>8.6, Suid.</span>
|Definition=([[κάλπη]] A) [[trot]], of a horse, A.''Fr.''145 A, Aq.''Je.''8.6, Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1314.png Seite 1314]] traben, vom Pferde, VLL. Vgl. [[παρακαλπάζω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1314.png Seite 1314]] traben, vom Pferde, VLL. Vgl. [[παρακαλπάζω]].
}}
{{bailly
|btext=[[aller au trot]].<br />'''Étymologie:''' [[κάλπη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καλπάζω''': ([[κάλπη]]) ἐπὶ ἵππου, [[τρέχω]] σκιρτῶν, [[τρέχω]] πηδητικῶς, Ἱππιατρ. σ. 120, 128· ― κατὰ Σουΐδ.: «καλπάζειν, τὸ ἁβρῶς βαδίζειν»· Ἀκύλ. Παλ. Διαθ., ἴδε Field Ἑξαπλ. (Ἰερ. Η΄, 6)· ― καλπασμός, οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν πηδητικῶς, ὁ ἐν ἀναβολῇ καλπασμὸς Φιλούμενος παρ’ Ὀρειβάσ. σ. 66 Mai.
|lstext='''καλπάζω''': ([[κάλπη]]) ἐπὶ ἵππου, [[τρέχω]] σκιρτῶν, [[τρέχω]] πηδητικῶς, Ἱππιατρ. σ. 120, 128· ― κατὰ Σουΐδ.: «καλπάζειν, τὸ ἁβρῶς βαδίζειν»· Ἀκύλ. Παλ. Διαθ., ἴδε Field Ἑξαπλ. (Ἰερ. Η΄, 6)· ― καλπασμός, οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν πηδητικῶς, ὁ ἐν ἀναβολῇ καλπασμὸς Φιλούμενος παρ’ Ὀρειβάσ. σ. 66 Mai.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=aller au trot.<br />'''Étymologie:''' [[κάλπη]].
|mltxt=(Μ [[καλπάζω]]) [[κάλπη]] (II)]<br />(για [[άλογο]]) [[τρέχω]] με καλπασμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ιππέα) [[ιππεύω]] [[άλογο]] που καλπάζει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προχωρώ]] αλματωδώς, εξελίσσομαι [[γρήγορα]] («ο [[πληθωρισμός]] καλπάζει»)<br /><b>3.</b> (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η [[καλπάζουσα]] (ενν. [[φυματίωση]])<br />[[οξεία]] [[μορφή]] πνευμονικής φυματιώσεως, που εξελίσσεται [[γρήγορα]] [[προς]] τον θάνατο)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[καλπάζουσα]] [[φαντασία]]» — [[μεγάλη]] [[φαντασία]].
}}
}}

Latest revision as of 11:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλπάζω Medium diacritics: καλπάζω Low diacritics: καλπάζω Capitals: ΚΑΛΠΑΖΩ
Transliteration A: kalpázō Transliteration B: kalpazō Transliteration C: kalpazo Beta Code: kalpa/zw

English (LSJ)

(κάλπη A) trot, of a horse, A.Fr.145 A, Aq.Je.8.6, Suid.

German (Pape)

[Seite 1314] traben, vom Pferde, VLL. Vgl. παρακαλπάζω.

French (Bailly abrégé)

aller au trot.
Étymologie: κάλπη.

Greek (Liddell-Scott)

καλπάζω: (κάλπη) ἐπὶ ἵππου, τρέχω σκιρτῶν, τρέχω πηδητικῶς, Ἱππιατρ. σ. 120, 128· ― κατὰ Σουΐδ.: «καλπάζειν, τὸ ἁβρῶς βαδίζειν»· Ἀκύλ. Παλ. Διαθ., ἴδε Field Ἑξαπλ. (Ἰερ. Η΄, 6)· ― καλπασμός, οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν πηδητικῶς, ὁ ἐν ἀναβολῇ καλπασμὸς Φιλούμενος παρ’ Ὀρειβάσ. σ. 66 Mai.

Greek Monolingual

καλπάζω) κάλπη (II)]
(για άλογο) τρέχω με καλπασμό
νεοελλ.
1. (για ιππέα) ιππεύω άλογο που καλπάζει
2. μτφ. προχωρώ αλματωδώς, εξελίσσομαι γρήγορα («ο πληθωρισμός καλπάζει»)
3. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η καλπάζουσα (ενν. φυματίωση)
οξεία μορφή πνευμονικής φυματιώσεως, που εξελίσσεται γρήγορα προς τον θάνατο)
4. φρ. «καλπάζουσα φαντασία» — μεγάλη φαντασία.