μείωμα: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meioma | |Transliteration C=meioma | ||
|Beta Code=mei/wma | |Beta Code=mei/wma | ||
|Definition=ατος, τό, (μειόω) [[curtailment]]: hence, [[fine]], | |Definition=-ατος, τό, ([[μειόω]]) [[curtailment]]: hence, [[fine]], X.''An.''5.8.1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, (μειόω) curtailment: hence, fine, X.An.5.8.1.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
manque, déficit.
Étymologie: μειόω.
German (Pape)
τό, die Verringerung, Verminderung, Xen. An. 5.8.1.
Russian (Dvoretsky)
μείωμα: ατος τό нехватка, недостача (τὸ μ. εἴκοσι μνᾶς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
μείωμα: τό, (μειόω) ἔλλειμα· ― πρόστιμον, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1.
Greek Monolingual
μείωμα, τὸ (Α) μειώ
1. μείωση, ελάττωση, σμίκρυνση, περικοπή
2. πρόστιμο, χρηματική ποινή («τῆς φυλακῆς τῶν γαυλικῶν χρημάτων τὸ μείωμα εἴκοσιν μνᾱς [ὦφλε]», Ξεν.).