μύρισμα: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myrisma | |Transliteration C=myrisma | ||
|Beta Code=mu/risma | |Beta Code=mu/risma | ||
|Definition=ατος, τό, [[ointment]], ibid. (pl.), | |Definition=-ατος, τό, [[ointment]], ibid. (pl.), ''Cat.Cod.Astr.''8(1).249 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, ointment, ibid. (pl.), Cat.Cod.Astr.8(1).249 (pl.).
German (Pape)
[Seite 220] τό, die aufgetragene Salbe, Poll. 7, 177.
Greek (Liddell-Scott)
μύρισμα: τό, μύρον, ὡς τὸ μύρωμα, Πολυδ. Ζ΄, 177.
Greek Monolingual
το (ΑΜ μύρισμα) μυρίζω
(νεοελλ.-μσν.)
1. η ενέργεια του μυρίζω, το να μυρίζει κανείς
2. οσμή, ευωδιά, μυρωδιά
3. αρωματική ουσία, άρωμα, μύρο
μσν.
1. ευωδιαστό άνθος
2. άσχημη μυρωδιά
3. στον πληθ. τὰ μυρίσματα
τα μυρωδικά
(μσν. -αρχ.) αρωματική αλοιφή
αρχ.
επάλειψη με μύρο.