λυρογηθής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lyrogithis
|Transliteration C=lyrogithis
|Beta Code=luroghqh/s
|Beta Code=luroghqh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">delighting in the lyre</b>, AP9.525.12, <span class="title">An.Par.</span>4.350.</span>
|Definition=λυρογηθές, [[delighting in the lyre]], AP9.525.12, ''An.Par.''4.350.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui aime la lyre]].<br />'''Étymologie:''' [[λύρα]], γηθάω.
}}
{{pape
|ptext=heißt [[Apollo]], Hymn. in Apoll. (IX.525.12), <i>der sich der [[Lyra]] [[erfreut]], [[leierfroh]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''λῠρογηθής:''' [[наслаждающийся лирой]] ([[Ἀπόλλων]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠρογηθής''': -ές, ὁ χαίρων, τερπόμενος τῇ λύρᾳ, Ἀνθ. Π. 9. 525, Ἀν. Παρ. σ. 4. 350.
|lstext='''λῠρογηθής''': -ές, ὁ χαίρων, τερπόμενος τῇ λύρᾳ, Ἀνθ. Π. 9. 525, Ἀν. Παρ. σ. 4. 350.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui aime la lyre.<br />'''Étymologie:''' [[λύρα]], γηθάω.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυρογηθής]], -ές (Α)<br />αυτός που τέρπεται παίζοντας [[λύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆθος]] <span style="color: red;"><</span> [[γηθέω]] «[[χαίρομαι]], ευχαριστιέμαι»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δαφνο</i>-<i>γηθής</i>, <i>χθονο</i>-<i>γηθής</i>].
|mltxt=[[λυρογηθής]], -ές (Α)<br />αυτός που τέρπεται παίζοντας [[λύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆθος]] <span style="color: red;"><</span> [[γηθέω]] «[[χαίρομαι]], ευχαριστιέμαι»), [[πρβλ]]. [[δαφνογηθής]], [[χθονογηθής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῠρογηθής:''' -ές ([[γηθέω]]), αυτός που χαίρεται, που τέρπεται από το [[παίξιμο]] της λύρας, σε Ανθ.
|lsmtext='''λῠρογηθής:''' -ές ([[γηθέω]]), αυτός που χαίρεται, που τέρπεται από το [[παίξιμο]] της λύρας, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''λῠρογηθής:''' наслаждающийся лирой ([[Ἀπόλλων]] Anth.).
|mdlsjtxt=λῠρο-γηθής, ές [[γηθέω]]<br />delighting in the [[lyre]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠρογηθής Medium diacritics: λυρογηθής Low diacritics: λυρογηθής Capitals: ΛΥΡΟΓΗΘΗΣ
Transliteration A: lyrogēthḗs Transliteration B: lyrogēthēs Transliteration C: lyrogithis Beta Code: luroghqh/s

English (LSJ)

λυρογηθές, delighting in the lyre, AP9.525.12, An.Par.4.350.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime la lyre.
Étymologie: λύρα, γηθάω.

German (Pape)

heißt Apollo, Hymn. in Apoll. (IX.525.12), der sich der Lyra erfreut, leierfroh.

Russian (Dvoretsky)

λῠρογηθής: наслаждающийся лирой (Ἀπόλλων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠρογηθής: -ές, ὁ χαίρων, τερπόμενος τῇ λύρᾳ, Ἀνθ. Π. 9. 525, Ἀν. Παρ. σ. 4. 350.

Greek Monolingual

λυρογηθής, -ές (Α)
αυτός που τέρπεται παίζοντας λύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -γηθής (< γῆθος < γηθέω «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»), πρβλ. δαφνογηθής, χθονογηθής].

Greek Monotonic

λῠρογηθής: -ές (γηθέω), αυτός που χαίρεται, που τέρπεται από το παίξιμο της λύρας, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῠρο-γηθής, ές γηθέω
delighting in the lyre, Anth.