φερέκακος: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ferekakos | |Transliteration C=ferekakos | ||
|Beta Code=fere/kakos | |Beta Code=fere/kakos | ||
|Definition=ον, < | |Definition=φερέκακον, [[inured to toil]] or [[hardship]], Plb.3.71.10, 3.79.5. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1261.png Seite 1261]] Unglück, Anstrengung tragend, erduldend, Pol. 3, 71, 10. 79, 5; Suid. erkl. [[καρτερικός]]. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui supporte la fatigue <i>ou</i> la misère.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[κακόν]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φερέκᾰκος:''' [[твердо выносящий трудности]], [[выносливый]], [[стойкий]] (οἱ Νομαδικοὶ ἱππεῖς Polyb.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φερέκᾰκος''': -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, [[φερέπονος]], [[καρτερικός]], τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους [[διαφερόντως]]... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αντέχει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, [[καρτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κακος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κακός]]), [[πρβλ]]. [[ἀλεξίκακος]], [[λυσίκακος]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φερέκᾰκος:''' -ον ([[κακόν]]), αυτός που αντέχει να μοχθεί ή υποφέρει τις κακουχίες, σε Πολύβ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φερέ-κᾰκος, ον, [[κακόν]]<br />inured to [[toil]] or [[hardship]], Polyb. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
φερέκακον, inured to toil or hardship, Plb.3.71.10, 3.79.5.
German (Pape)
[Seite 1261] Unglück, Anstrengung tragend, erduldend, Pol. 3, 71, 10. 79, 5; Suid. erkl. καρτερικός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui supporte la fatigue ou la misère.
Étymologie: φέρω, κακόν.
Russian (Dvoretsky)
φερέκᾰκος: твердо выносящий трудности, выносливый, стойкий (οἱ Νομαδικοὶ ἱππεῖς Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
φερέκᾰκος: -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, φερέπονος, καρτερικός, τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους διαφερόντως... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αντέχει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, καρτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -κακος (< κακός), πρβλ. ἀλεξίκακος, λυσίκακος].
Greek Monotonic
φερέκᾰκος: -ον (κακόν), αυτός που αντέχει να μοχθεί ή υποφέρει τις κακουχίες, σε Πολύβ.