διακεάζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diakeazo
|Transliteration C=diakeazo
|Beta Code=diakea/zw
|Beta Code=diakea/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cleave asunder</b>, διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι <span class="bibl">Od.15.322</span>, cf. <span class="bibl">A.R.4.392</span>.</span>
|Definition=[[cleave asunder]], διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Od.15.322, cf. A.R.4.392.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [sólo en tm.]<br /><b class="num">1</b> [[partir en dos]], [[dividir en pedazos]], [[διά]] τε ξύλα δανὰ κεάσσαι <i>Od</i>.15.322, en v. pas. διὰ δὴ πάλαι ἥδε κεάσθη νηῦς ἱερή A.R.4.1267.<br /><b class="num">2</b> [[consumir]] por el fuego (quizá por una antigua interpr. de <i>Od</i>.15.322) [[διά]] τ' ἀμφαδὰ πάντα κεάσσαι A.R.4.392.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0581.png Seite 581]] (s. [[κεάζω]]), durchspalten, [[zerspalten]]; in tmesi Homer. Odyss. 15, 322 πῦρ τ' εὖ νηῆσαι, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι; Apoll. Rh. 4, 392 νῆα καταφλέξαι, διά τ' [[ἔμπεδα]] πάντα κεάσσαι.
}}
{{elru
|elrutext='''διακεάζω:''' [[раскалывать]] (ξύλα Hom. - in tmesi).
}}
{{ls
|lstext='''διακεάζω''': μέλλ. -άσω, [[κόπτω]] εἰς δύο, [[διασχίζω]], διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Ὀδ. Ο 322, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 392.
}}
{{grml
|mltxt=[[διακεάζω]] (Α) [[κεάζω]]<br />[[κόβω]] στα δύο, [[σχίζω]] στα δύο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διακεάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[κόβω]], [[σχίζω]] στα [[δύο]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. άσω<br />to [[cleave]] [[asunder]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακεάζω Medium diacritics: διακεάζω Low diacritics: διακεάζω Capitals: ΔΙΑΚΕΑΖΩ
Transliteration A: diakeázō Transliteration B: diakeazō Transliteration C: diakeazo Beta Code: diakea/zw

English (LSJ)

cleave asunder, διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Od.15.322, cf. A.R.4.392.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo en tm.]
1 partir en dos, dividir en pedazos, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι Od.15.322, en v. pas. διὰ δὴ πάλαι ἥδε κεάσθη νηῦς ἱερή A.R.4.1267.
2 consumir por el fuego (quizá por una antigua interpr. de Od.15.322) διά τ' ἀμφαδὰ πάντα κεάσσαι A.R.4.392.

German (Pape)

[Seite 581] (s. κεάζω), durchspalten, zerspalten; in tmesi Homer. Odyss. 15, 322 πῦρ τ' εὖ νηῆσαι, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι; Apoll. Rh. 4, 392 νῆα καταφλέξαι, διά τ' ἔμπεδα πάντα κεάσσαι.

Russian (Dvoretsky)

διακεάζω: раскалывать (ξύλα Hom. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

διακεάζω: μέλλ. -άσω, κόπτω εἰς δύο, διασχίζω, διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Ὀδ. Ο 322, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 392.

Greek Monolingual

διακεάζω (Α) κεάζω
κόβω στα δύο, σχίζω στα δύο.

Greek Monotonic

διακεάζω: μέλ. -άσω, κόβω, σχίζω στα δύο, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. άσω
to cleave asunder, Od.