λειψόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leipsothriks
|Transliteration C=leipsothriks
|Beta Code=leiyo/qric
|Beta Code=leiyo/qric
|Definition=τρῐχος, ὁ, ἡ, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having lost their hair</b>, μέρη <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>14.4</span>.</span>
|Definition=τρῐχος, ὁ, ἡ, τό, [[having lost their hair]], μέρη Ael.''NA''14.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] τριχος, der die Haare verloren hat, Ael. H. A. 14, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] τριχος, der die Haare verloren hat, Ael. H. A. 14, 4.
}}
{{bailly
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />[[qui a perdu ses cheveux]].<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[θρίξ]].
}}
{{ls
|lstext='''λειψόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἀπολέσας τὴν κόμην του, Αἰλ. π. Ζ. 14. 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[λειψόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαδήσει τις [[τρίχες]] του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει χάσει τα περισσότερα από τα μαλλιά του, [[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λειψός]] <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>), [[πρβλ]]. <i>κυανό</i>-[[θριξ]], [[λευκό]]-[[θριξ]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειψόθριξ Medium diacritics: λειψόθριξ Low diacritics: λειψόθριξ Capitals: ΛΕΙΨΟΘΡΙΞ
Transliteration A: leipsóthrix Transliteration B: leipsothrix Transliteration C: leipsothriks Beta Code: leiyo/qric

English (LSJ)

τρῐχος, ὁ, ἡ, τό, having lost their hair, μέρη Ael.NA14.4.

German (Pape)

[Seite 27] τριχος, der die Haare verloren hat, Ael. H. A. 14, 4.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
qui a perdu ses cheveux.
Étymologie: λείπω, θρίξ.

Greek (Liddell-Scott)

λειψόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἀπολέσας τὴν κόμην του, Αἰλ. π. Ζ. 14. 4.

Greek Monolingual

λειψόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει μαδήσει τις τρίχες του
2. αυτός που έχει χάσει τα περισσότερα από τα μαλλιά του, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό-θριξ, λευκό-θριξ].