ἀρχηγενής: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=archigenis
|Transliteration C=archigenis
|Beta Code=a)rxhgenh/s
|Beta Code=a)rxhgenh/s
|Definition=ές, [[originating]], [[causing]], κλαυμάτων <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1628</span>.
|Definition=ἀρχηγενές, [[originating]], [[causing]], κλαυμάτων A.''Ag.''1628.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχηγενής Medium diacritics: ἀρχηγενής Low diacritics: αρχηγενής Capitals: ΑΡΧΗΓΕΝΗΣ
Transliteration A: archēgenḗs Transliteration B: archēgenēs Transliteration C: archigenis Beta Code: a)rxhgenh/s

English (LSJ)

ἀρχηγενές, originating, causing, κλαυμάτων A.Ag.1628.

Spanish (DGE)

-ές que es el origen de κλαυμάτων A.A.1628.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui est la première cause de, gén..
Étymologie: ἀρχή, γίγνομαι.

German (Pape)

ἀρχηγενῆ κλαυμάτων ἔπη, veranlassend, Aesch. Ag. 1611.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχηγενής: являющийся первопричиной (κλαυμάτων Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχηγενής: ές = ἀρχέγονος, ὁ αἴτιος τῆς πρώτης ἀρχῆς πράγματός τινος, καὶ ταῦτα τἄπη κλαυμάτων ἀρχηγενῆ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1628.

Greek Monolingual

ἀρχηγενής, -ές (Α)
αυτός που κάνει την αρχή σε κάτι ή που κάνει κάτι ν' αρχίσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχη- < άρχω + -γενής < γένος < γίγνομαι. Πρόκειται για άπαξ ειρημένο τ. και είναι το μοναδικό σύνθετο στο α' συνθετικό του οποίου εμφανίζεται το ρ. άρχω με τη μορφή αρχή-].

Greek Monotonic

ἀρχηγενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που δημιουργεί την πρώτη αρχή για κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

γίγνομαι
causing the first beginning of a thing, c. gen., Aesch.