φιλήνιος: Difference between revisions
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filinios | |Transliteration C=filinios | ||
|Beta Code=filh/nios | |Beta Code=filh/nios | ||
|Definition= | |Definition=φιλήνιον, ([[ἡνία]]) [[accepting the rein]], ἵπποι A.''Pr.''465. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:59, 25 August 2023
English (LSJ)
φιλήνιον, (ἡνία) accepting the rein, ἵπποι A.Pr.465.
German (Pape)
[Seite 1277] dem Zügel folgend, gehorsam, ἵπποι Aesch. Prom. 463.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le frein, docile.
Étymologie: φίλος, ἡνίον.
Russian (Dvoretsky)
φιλήνιος: любящий поводья, т. е. послушный поводьям (ἵπποι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλήνιος: -ον, (ἡνία) ὁ ὑπείκων εἰς τὸν χαλινόν, εὐήνιος, πειθήνιος, ὑφ’ ἅρμα τ’ ἤγαγον φιληνίους ἵππους Αἰσχύλου Προμ. 465.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για άλογο) αυτός που υπακούει στα χαλινάρια, πειθήνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ήνιος (< ἡνία «χαλινάρι»), πρβλ. χρυσήνιος].
Greek Monotonic
φῐλήνιος: -ον (ἡνία), αυτός που ακολουθεί τα ηνία, πειθήνιος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
φῐλ-ήνιος, ον, ἡνία
following the rein, tractable, Aesch.