φιλοκτήμων: Difference between revisions
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
(45) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filoktimon | |Transliteration C=filoktimon | ||
|Beta Code=filokth/mwn | |Beta Code=filokth/mwn | ||
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, | |Definition=-ονος, ὁ, ἡ, = [[φιλοκτέανος]], Sol.36.19, Ptol.''Tetr.''158. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που επιθυμεί έντονα και επιδιώκει επίμονα την [[συσσώρευση]] κτημάτων, την [[πρόσκτηση]] υλικών κερδών, [[πλεονέκτης]], [[άπληστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτήμα]]), | |mltxt=-ον, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που επιθυμεί έντονα και επιδιώκει επίμονα την [[συσσώρευση]] κτημάτων, την [[πρόσκτηση]] υλικών κερδών, [[πλεονέκτης]], [[άπληστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτήμα]]), [[πρβλ]]. [[πολυκτήμων]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:01, 25 August 2023
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, = φιλοκτέανος, Sol.36.19, Ptol.Tetr.158.
German (Pape)
[Seite 1281] = φιλοκτέανος, Solon. frg. 28 in VLL.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκτήμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰ κτήματα, φιλοκερδής, φιλοχρήματος, Σόλων 35. 19· μὴ γίνου φιλάργυρος, μὴ αἰσχροκερδής, μὴ φιλοκτήμων Ἀθαν. τ. 2, σ. 361D, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 264, κλπ., Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. ἐν λ. φιλοκτέανος.
Greek Monolingual
-ον, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) αυτός που επιθυμεί έντονα και επιδιώκει επίμονα την συσσώρευση κτημάτων, την πρόσκτηση υλικών κερδών, πλεονέκτης, άπληστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κτήμων (< κτήμα), πρβλ. πολυκτήμων].