κατακαίριος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katakairios
|Transliteration C=katakairios
|Beta Code=katakai/rios
|Beta Code=katakai/rios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[καίριος]], <span class="bibl">Il.11.439</span>, <span class="title">AP</span>9.227 (Bianor).</span>
|Definition=κατακαίριον, = [[καίριος]], Il.11.439, ''AP''9.227 (Bianor).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1351.png Seite 1351]] = simplex; Il. 11, 439, bei Wolf κατὰ καίριον ἔλθῃ; δισκηθεὶς [[κατακαίριος]] ἔμπεσε δειλῷ πτωκί, tödtlich, Bian. 2 (IX, 227).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1351.png Seite 1351]] = simplex; Il. 11, 439, bei Wolf κατὰ καίριον ἔλθῃ; δισκηθεὶς [[κατακαίριος]] ἔμπεσε δειλῷ πτωκί, tödtlich, Bian. 2 (IX, 227).
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-καίριος -ον dodelijk.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακαίριος:''' [[смертельный]] ([[βέλος]] Hom. - [[varia lectio|v.l.]] κατὰ [[καίριον]]): δισκηθεὶς κ. Anth. пораженный насмерть.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακαίριος:''' -ον = [[καίριος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κατακαίριος:''' -ον = [[καίριος]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατα-[[καίριος]], ον = [[καίριος]], Anth.]
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακαίριος Medium diacritics: κατακαίριος Low diacritics: κατακαίριος Capitals: ΚΑΤΑΚΑΙΡΙΟΣ
Transliteration A: katakaírios Transliteration B: katakairios Transliteration C: katakairios Beta Code: katakai/rios

English (LSJ)

κατακαίριον, = καίριος, Il.11.439, AP9.227 (Bianor).

German (Pape)

[Seite 1351] = simplex; Il. 11, 439, bei Wolf κατὰ καίριον ἔλθῃ; δισκηθεὶς κατακαίριος ἔμπεσε δειλῷ πτωκί, tödtlich, Bian. 2 (IX, 227).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-καίριος -ον dodelijk.

Russian (Dvoretsky)

κατακαίριος: смертельный (βέλος Hom. - v.l. κατὰ καίριον): δισκηθεὶς κ. Anth. пораженный насмерть.

Greek (Liddell-Scott)

κατακαίριος: -ον, = καίριος, διάφ. γραφ. ἐν Ἰλ. Λ. 439, Ἀνθ. Π. 9. 227.

English (Autenrieth)

(καιρός): mortal, with τέλος (like τέλος θανάτοιο), Il. 11.439†.

Greek Monolingual

κατακαίριος, -ον (Α)
καίριος.

Greek Monotonic

κατακαίριος: -ον = καίριος, σε Ανθ.

Middle Liddell

κατα-καίριος, ον = καίριος, Anth.]