συνημερευτής: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synimereftis
|Transliteration C=synimereftis
|Beta Code=sunhmereuth/s
|Beta Code=sunhmereuth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">daily companion</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Pol.</span>1314a10</span>.</span>
|Definition=συνημερευτοῦ, ὁ, [[daily companion]], Id.''Pol.''1314a10.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[compagnon avec qui l'on passe ses journées]].<br />'''Étymologie:''' [[συνημερεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνημερευτής -οῦ, ὁ [συνημερεύω] [[iemand om de dag mee door te brengen]], [[dagelijkse metgezel]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der mit einem Andern den Tag zubringt, täglicher [[Gesellschafter]]</i>, Arist. <i>Polit</i>. 5.11.
}}
{{elru
|elrutext='''συνημερευτής:''' οῦ ὁ человек, с которым проводят дни, постоянный спутник, сотоварищ Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνημερευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ συνδιημερεύων τινί, καθημερινὸς [[σύντροφος]], Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 14.
|lstext='''συνημερευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ συνδιημερεύων τινί, καθημερινὸς [[σύντροφος]], Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 14.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon avec qui l’on passe ses journées.<br />'''Étymologie:''' [[συνημερεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 31:
|lsmtext='''συνημερευτής:''' -οῦ, ὁ, [[καθημερινός]] [[σύντροφος]] κάποιου, αυτός με τη [[συντροφιά]] του οποίου περνάει [[κάποιος]] την [[ημέρα]] του, σε Αριστ.
|lsmtext='''συνημερευτής:''' -οῦ, ὁ, [[καθημερινός]] [[σύντροφος]] κάποιου, αυτός με τη [[συντροφιά]] του οποίου περνάει [[κάποιος]] την [[ημέρα]] του, σε Αριστ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=συνημερευτής -οῦ, ὁ [συνημερεύω] iemand om de dag mee door te brengen, dagelijkse metgezel.
|mdlsjtxt=[[συνημερευτής]], οῦ, ὁ,<br />a [[daily]] [[companion]], Arist. [from [[συνημερεύω]]
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνημερευτής Medium diacritics: συνημερευτής Low diacritics: συνημερευτής Capitals: ΣΥΝΗΜΕΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: synēmereutḗs Transliteration B: synēmereutēs Transliteration C: synimereftis Beta Code: sunhmereuth/s

English (LSJ)

συνημερευτοῦ, ὁ, daily companion, Id.Pol.1314a10.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compagnon avec qui l'on passe ses journées.
Étymologie: συνημερεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνημερευτής -οῦ, ὁ [συνημερεύω] iemand om de dag mee door te brengen, dagelijkse metgezel.

German (Pape)

ὁ, der mit einem Andern den Tag zubringt, täglicher Gesellschafter, Arist. Polit. 5.11.

Russian (Dvoretsky)

συνημερευτής: οῦ ὁ человек, с которым проводят дни, постоянный спутник, сотоварищ Arst.

Greek (Liddell-Scott)

συνημερευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συνδιημερεύων τινί, καθημερινὸς σύντροφος, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 14.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνημερεύω
καθημερινός σύντροφος.

Greek Monotonic

συνημερευτής: -οῦ, ὁ, καθημερινός σύντροφος κάποιου, αυτός με τη συντροφιά του οποίου περνάει κάποιος την ημέρα του, σε Αριστ.

Middle Liddell

συνημερευτής, οῦ, ὁ,
a daily companion, Arist. [from συνημερεύω