θιασάρχης: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thiasarchis
|Transliteration C=thiasarchis
|Beta Code=qiasa/rxhs
|Beta Code=qiasa/rxhs
|Definition=ου, ὁ, [[leader]] of a [[θίασος]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Peregr.</span>11</span>.
|Definition=θιασάρχου, ὁ, [[leader]] of a [[θίασος]], Luc.''Peregr.''11.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῐᾰσάρχης Medium diacritics: θιασάρχης Low diacritics: θιασάρχης Capitals: ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Transliteration A: thiasárchēs Transliteration B: thiasarchēs Transliteration C: thiasarchis Beta Code: qiasa/rxhs

English (LSJ)

θιασάρχου, ὁ, leader of a θίασος, Luc.Peregr.11.

German (Pape)

[Seite 1211] ὁ, Vorsteher, Anführer eines θίασος, Luc. Peregr. 11.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef d'un thiase, qui organise et dirige un thiase.
Étymologie: θίασος, ἄρχω.

Russian (Dvoretsky)

θιᾰσάρχης: ου ὁ тиасарх, предводитель вакхической толпы Luc.

Greek (Liddell-Scott)

θιᾰσάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς θιάσου, Λουκ. Περεγρ. 11.

Greek Monolingual

ο (Α θιασάρχης)
νεοελλ.
αυτός που διευθύνει θίασο, αρχηγός θιάσου ηθοποιών
αρχ.
αρχηγός θρησκευτικού ομίλου ανθρώπων που περιέρχονταν τους δρόμους με άσματα και χορούς, ιδίως κατά τις εορτές προς τιμήν του Βάκχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θίασος + -άρχης (πρβλ. δεκατάρχης, πολιτάρχης, τελετάρχης].

Greek Monotonic

θιᾰσάρχης: -ου, ὁ, ο αρχηγός ενός θιάσου, σε Λουκ.

Middle Liddell

θιᾰσ-άρχης, ου,
the leader of a θίασος, Luc.