πολιτάρχης
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
πολιτάρχου, ὁ, civic magistrate, at Thessalonica, Act.Ap.17.6; at Lete, SIG700.2 (ii B. C.); in Egypt, POxy.745.4 (i B. C./i A. D.):—also πολῑταρχ-ος, ὁ, Aen.Tact. 26.12.
German (Pape)
[Seite 656] ὁ, = πολίαρχος, N.T.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef civil d'une place assiégée.
Étymologie: πόλις, ἄρχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολιτάρχης -ου, ὁ [πολίτης, ἄρχω] magistraat.
Russian (Dvoretsky)
πολῑτάρχης: ου ὁ политарх, градоначальник NT.
Greek (Liddell-Scott)
πολιτάρχης: -ου, ὁ, πολιτικός τις ἄρχων ἐν Θεσσαλονίκῃ, ἔσυρον τὸν Ἰάσονα ἐπὶ τοὺς πολιτάρχας Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 6, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1967· ἐν Αἰγύπτῳ, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 430. 7· πολίταρχος, Αἰν. Πολιορκ. 26· ― ὅθεν πολιταρχέω, Συλλ. Ἐπιγρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
English (Strong)
from πόλις and ἄρχω; a town-officer, i.e. magistrate: ruler of the city.
English (Thayer)
πολιταρχου, ὁ (i. e. ὁ ἄρχων τῶν πολιτῶν; see ἑκατοντάρχης), a ruler of a city or citizens: Tdf. Proleg., p. 86 note 2); in Greek writings πολίαρχος was more common.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (κατά την επανάσταση του 1821) αξίωμα που έφερε ο στρατηγός Μακρυγιάννης κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τους Τούρκους
2. (επί Καποδίστρια) διευθυντής της αστυνομίας
μσν.-αρχ.
πολιτικός άρχοντας («μὴ εὑρόντες δὲ αὐτοὺς ἔσυρον τὸν Ἰάσονα... ἐπὶ τοὺς πολιτάρχας», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολίτης + -άρχης].
Greek Monotonic
πολιτάρχης: -ου, ὁ, ο πολιτικός άρχοντας στη Θεσσαλονίκη, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
πολιτ-άρχης, ου, ὁ,
a civic magistrate, at Thessalonica, NTest.
Chinese
原文音譯:polit£rchj 坡利特-阿而黑士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:多-原始(的)
字義溯源:城市官吏,統治者,地方官;由(πόλις)*=城市)與(ἄρχω)*=為首)組成
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 地方官(2) 徒17:6; 徒17:8