πολιτάρχης

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῑτάρχης Medium diacritics: πολιτάρχης Low diacritics: πολιτάρχης Capitals: ΠΟΛΙΤΑΡΧΗΣ
Transliteration A: politárchēs Transliteration B: politarchēs Transliteration C: politarchis Beta Code: polita/rxhs

English (LSJ)

πολιτάρχου, ὁ, civic magistrate, at Thessalonica, Act.Ap.17.6; at Lete, SIG700.2 (ii B. C.); in Egypt, POxy.745.4 (i B. C./i A. D.):—also πολῑταρχ-ος, ὁ, Aen.Tact. 26.12.

German (Pape)

[Seite 656] ὁ, = πολίαρχος, N.T.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef civil d'une place assiégée.
Étymologie: πόλις, ἄρχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολιτάρχης -ου, ὁ [πολίτης, ἄρχω] magistraat.

Russian (Dvoretsky)

πολῑτάρχης: ου ὁ политарх, градоначальник NT.

Greek (Liddell-Scott)

πολιτάρχης: -ου, ὁ, πολιτικός τις ἄρχων ἐν Θεσσαλονίκῃ, ἔσυρον τὸν Ἰάσονα ἐπὶ τοὺς πολιτάρχας Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 6, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1967· ἐν Αἰγύπτῳ, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 430. 7· πολίταρχος, Αἰν. Πολιορκ. 26· ― ὅθεν πολιταρχέω, Συλλ. Ἐπιγρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

English (Strong)

from πόλις and ἄρχω; a town-officer, i.e. magistrate: ruler of the city.

English (Thayer)

πολιταρχου, ὁ (i. e. ὁ ἄρχων τῶν πολιτῶν; see ἑκατοντάρχης), a ruler of a city or citizens: Tdf. Proleg., p. 86 note 2); in Greek writings πολίαρχος was more common.)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (κατά την επανάσταση του 1821) αξίωμα που έφερε ο στρατηγός Μακρυγιάννης κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τους Τούρκους
2. (επί Καποδίστρια) διευθυντής της αστυνομίας
μσν.-αρχ.
πολιτικός άρχοντας («μὴ εὑρόντες δὲ αὐτοὺς ἔσυρον τὸν Ἰάσονα... ἐπὶ τοὺς πολιτάρχας», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολίτης + -άρχης].

Greek Monotonic

πολιτάρχης: -ου, ὁ, ο πολιτικός άρχοντας στη Θεσσαλονίκη, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

πολιτ-άρχης, ου, ὁ,
a civic magistrate, at Thessalonica, NTest.

Chinese

原文音譯:polit£rchj 坡利特-阿而黑士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:多-原始(的)
字義溯源:城市官吏,統治者,地方官;由(πόλις)*=城市)與(ἄρχω)*=為首)組成
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 地方官(2) 徒17:6; 徒17:8