περαίωσις: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peraiosis
|Transliteration C=peraiosis
|Beta Code=perai/wsis
|Beta Code=perai/wsis
|Definition=εως, ἡ, [[crossing over]], <span class="bibl">Str.12.5.1</span>,al., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Tim.</span>16</span>.
|Definition=-εως, ἡ, [[crossing over]], Str.12.5.1,al., Plu.''Tim.''16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0562.png Seite 562]] ἡ, das Übersetzen, Philostr. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0562.png Seite 562]] ἡ, das Übersetzen, Philostr. u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''περαίωσις''': ἡ, ([[περαιόω]]) διάβασις εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], συμπράττοντος τοῦ ῥοῦ πρὸς τὴν περαίωσιν Στράβ. 591· τὴν [[ἐκεῖθεν]] περαίωσιν… ἄπορον ὁρῶντες Πλουτ. Τιμ. 16. ΙΙ. ἐκτέλεσις, Βυζ.· [[τέλος]], [[αὐτόθι]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de passer au delà, trajet.<br />'''Étymologie:''' [[περαιόω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />[[action de passer au delà]], [[trajet]].<br />'''Étymologie:''' [[περαιόω]].
}}
}}
{{lsm
{{elnl
|lsmtext='''περαίωσις:''' ([[περαιόω]]), [[διέλευση]], [[μεταφορά]], [[μετάβαση]] στο [[απέναντι]] [[μέρος]], σε Στράβ.
|elnltext=περαίωσις -εως, ἡ [περαιόω] [[oversteek]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περαίωσις:''' εως ἡ [[переход]], [[переправа]] Plut.
|elrutext='''περαίωσις:''' εως ἡ [[переход]], [[переправа]] Plut.
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=περαίωσις -εως, ἡ [περαιόω] oversteek.
|lsmtext='''περαίωσις:''' ἡ ([[περαιόω]]), [[διέλευση]], [[μεταφορά]], [[μετάβαση]] στο [[απέναντι]] [[μέρος]], σε Στράβ.
}}
{{ls
|lstext='''περαίωσις''': , ([[περαιόω]]) διάβασις εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], συμπράττοντος τοῦ ῥοῦ πρὸς τὴν περαίωσιν Στράβ. 591· τὴν [[ἐκεῖθεν]] περαίωσιν… ἄπορον ὁρῶντες Πλουτ. Τιμ. 16. ΙΙ. ἐκτέλεσις, Βυζ.· [[τέλος]], [[αὐτόθι]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περαίωσις]], εως, [[περαιόω]]<br />a [[carrying]] [[over]], Strab.
|mdlsjtxt=[[περαίωσις]], εως, [[περαιόω]]<br />a [[carrying]] [[over]], Strab.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περαίωσις Medium diacritics: περαίωσις Low diacritics: περαίωσις Capitals: ΠΕΡΑΙΩΣΙΣ
Transliteration A: peraíōsis Transliteration B: peraiōsis Transliteration C: peraiosis Beta Code: perai/wsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, crossing over, Str.12.5.1,al., Plu.Tim.16.

German (Pape)

[Seite 562] ἡ, das Übersetzen, Philostr. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de passer au delà, trajet.
Étymologie: περαιόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περαίωσις -εως, ἡ [περαιόω] oversteek.

Russian (Dvoretsky)

περαίωσις: εως ἡ переход, переправа Plut.

Greek Monotonic

περαίωσις: ἡ (περαιόω), διέλευση, μεταφορά, μετάβαση στο απέναντι μέρος, σε Στράβ.

Greek (Liddell-Scott)

περαίωσις: ἡ, (περαιόω) διάβασις εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, συμπράττοντος τοῦ ῥοῦ πρὸς τὴν περαίωσιν Στράβ. 591· τὴν ἐκεῖθεν περαίωσιν… ἄπορον ὁρῶντες Πλουτ. Τιμ. 16. ΙΙ. ἐκτέλεσις, Βυζ.· τέλος, αὐτόθι. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389.

Middle Liddell

περαίωσις, εως, περαιόω
a carrying over, Strab.