κατασφίγγω: Difference between revisions

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
(6_13b)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katasfiggo
|Transliteration C=katasfiggo
|Beta Code=katasfi/ggw
|Beta Code=katasfi/ggw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bind tightly</b>, Plu.2.983d:—Pass., <span class="title">J.AJ</span>3.7.2.</span>
|Definition=[[bind tightly]], Plu.2.983d:—Pass., ''J.AJ''3.7.2.
}}
{{bailly
|btext=[[serrer fortement]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σφίγγω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>fest [[zusammenschnüren]]</i>, Sp., τὰ ἡρμοσμένα κατασφίγγει καὶ πήγνυσι Plut. <i>Sol. an</i>. 35.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασφίγγω:''' [[сжимать]], [[скреплять]] (τι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασφίγγω''': μέλλ. -γξω, [[σφίγγω]] στενῶς, τὰ ἠρμοσμένα κατασφίγγει καὶ πήγνυσι Πλούτ. 2. 983D· [[ποδήρης]] χιτὼν… χειρῖδας περὶ τοῖς βραχίοσι κατεσφιγμένος, δηλ. κατεσφιγμένας ἔχων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2.
|lstext='''κατασφίγγω''': μέλλ. -γξω, [[σφίγγω]] στενῶς, τὰ ἠρμοσμένα κατασφίγγει καὶ πήγνυσι Πλούτ. 2. 983D· [[ποδήρης]] χιτὼν… χειρῖδας περὶ τοῖς βραχίοσι κατεσφιγμένος, δηλ. κατεσφιγμένας ἔχων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατασφίγγω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σφίγγω]] καλά, [[δυνατά]]<br /><b>2.</b> [[περισφίγγω]], [[περικυκλώνω]]<br /><b>3.</b> [[καταπιέζω]], [[εξαναγκάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σφίγγω]] [[κάτι]] ισχυρά, [[στερεώνω]], [[εφαρμόζω]] [[στενά]] («[[ποδήρης]] [[χιτών]]... κατεσφιγμένος», <b>Ιώσ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασφίγγω Medium diacritics: κατασφίγγω Low diacritics: κατασφίγγω Capitals: ΚΑΤΑΣΦΙΓΓΩ
Transliteration A: katasphíngō Transliteration B: katasphingō Transliteration C: katasfiggo Beta Code: katasfi/ggw

English (LSJ)

bind tightly, Plu.2.983d:—Pass., J.AJ3.7.2.

French (Bailly abrégé)

serrer fortement.
Étymologie: κατά, σφίγγω.

German (Pape)

fest zusammenschnüren, Sp., τὰ ἡρμοσμένα κατασφίγγει καὶ πήγνυσι Plut. Sol. an. 35.

Russian (Dvoretsky)

κατασφίγγω: сжимать, скреплять (τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κατασφίγγω: μέλλ. -γξω, σφίγγω στενῶς, τὰ ἠρμοσμένα κατασφίγγει καὶ πήγνυσι Πλούτ. 2. 983D· ποδήρης χιτὼν… χειρῖδας περὶ τοῖς βραχίοσι κατεσφιγμένος, δηλ. κατεσφιγμένας ἔχων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2.

Greek Monolingual

κατασφίγγω (AM)
μσν.
1. σφίγγω καλά, δυνατά
2. περισφίγγω, περικυκλώνω
3. καταπιέζω, εξαναγκάζω
αρχ.
σφίγγω κάτι ισχυρά, στερεώνω, εφαρμόζω στενάποδήρης χιτών... κατεσφιγμένος», Ιώσ.).