σφίγμα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
(6_22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfigma | |Transliteration C=sfigma | ||
|Beta Code=sfi/gma | |Beta Code=sfi/gma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[jamming]] in a machine, Hero ''Aut.''2.4. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφίγμα''': τό, τὸ ἰσχυρῶς δεδεμένον ἢ συνεσφιγμένον, Ἐκκλ., Βυζ. ΙΙ. [[συμπίεσις]] διὰ μηχανῶν, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 245Α. | |lstext='''σφίγμα''': τό, τὸ ἰσχυρῶς δεδεμένον ἢ συνεσφιγμένον, Ἐκκλ., Βυζ. ΙΙ. [[συμπίεσις]] διὰ μηχανῶν, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 245Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[σφίγγω]]<br />αυτό που έχει δεθεί [[στερεά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμπίεση]] σε [[μηχανή]] («[[ἔλαιον]] παρεπιχέειν δεήσει, [[ὅπως]] μηδὲν παρὰ τοῦτο [[σφίγμα]] γένηται», Ήρων.). | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό,<br><b class="num">1</b> <i>das [[Zugeschnürte]], [[Festgebundene]]</i>.<br><b class="num">2</b> <i>das [[Schnüren]], [[Drücken]], [[Pressen]], [[Reiben]] an [[Maschinen]]</i>, Math. vett. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:17, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, jamming in a machine, Hero Aut.2.4.
Greek (Liddell-Scott)
σφίγμα: τό, τὸ ἰσχυρῶς δεδεμένον ἢ συνεσφιγμένον, Ἐκκλ., Βυζ. ΙΙ. συμπίεσις διὰ μηχανῶν, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 245Α.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ σφίγγω
αυτό που έχει δεθεί στερεά
αρχ.
συμπίεση σε μηχανή («ἔλαιον παρεπιχέειν δεήσει, ὅπως μηδὲν παρὰ τοῦτο σφίγμα γένηται», Ήρων.).
German (Pape)
τό,
1 das Zugeschnürte, Festgebundene.
2 das Schnüren, Drücken, Pressen, Reiben an Maschinen, Math. vett.