προήκης: Difference between revisions
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proikis | |Transliteration C=proikis | ||
|Beta Code=proh/khs | |Beta Code=proh/khs | ||
|Definition= | |Definition=προήκες, ([[ἀκή]] A) [[pointed]], ἐρετμά Od.12.205. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0723.png Seite 723]] ες, vorn zugespitzt, ἐρετμά, Od. 12, 205; Andere erkl. es προὔχων, vorragend. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />qui s'allonge <i>ou</i> se termine en pointe.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀκή]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προήκης -ες [[[πρό]], [[ἀκή]]] [[in een punt uitlopend]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προήκης:''' [[заостренный спереди]], [[остроконечный]] (ἐρετμά Hom.). | |||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ες ([[ἀκή]]): [[sharp]] in [[front]], [[with]] [[sharp]] blades, Od. 12.205†. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όηκες, Α [[προήκω]]<br />(για [[κουπί]]) αυτό που [[είναι]] προτεταμένο και προεξέχει του πλοίου. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προήκης:''' -ες, ([[ἀκή]]), αυτός που έχει προβεβλημένη ή προεξέχουσα [[αιχμή]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προήκης''': -ες, (ἀκὴ) ὁ προτεταμένος καὶ προέχων τῆς [[νεώς]], ἐπὶ κώπης, [[ἐπεὶ]] οὐκέτ’ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον Ὀδ. Μ. 205. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=προ-ήκης, ες [ἀκή]<br />[[pointed]] in [[front]], Od. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:19, 25 August 2023
English (LSJ)
προήκες, (ἀκή A) pointed, ἐρετμά Od.12.205.
German (Pape)
[Seite 723] ες, vorn zugespitzt, ἐρετμά, Od. 12, 205; Andere erkl. es προὔχων, vorragend.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui s'allonge ou se termine en pointe.
Étymologie: πρό, ἀκή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προήκης -ες [πρό, ἀκή] in een punt uitlopend.
Russian (Dvoretsky)
προήκης: заостренный спереди, остроконечный (ἐρετμά Hom.).
English (Autenrieth)
ες (ἀκή): sharp in front, with sharp blades, Od. 12.205†.
Greek Monolingual
-όηκες, Α προήκω
(για κουπί) αυτό που είναι προτεταμένο και προεξέχει του πλοίου.
Greek Monotonic
προήκης: -ες, (ἀκή), αυτός που έχει προβεβλημένη ή προεξέχουσα αιχμή, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
προήκης: -ες, (ἀκὴ) ὁ προτεταμένος καὶ προέχων τῆς νεώς, ἐπὶ κώπης, ἐπεὶ οὐκέτ’ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον Ὀδ. Μ. 205.