Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σωστός: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sostos
|Transliteration C=sostos
|Beta Code=swsto/s
|Beta Code=swsto/s
|Definition=ή, όν, [[safe]], πλοῖον <span class="bibl">Apollon.<span class="title">Mir.</span>6</span>.
|Definition=σωστή, σωστόν, [[safe]], πλοῖον Apollon.''Mir.''6.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωστός Medium diacritics: σωστός Low diacritics: σωστός Capitals: ΣΩΣΤΟΣ
Transliteration A: sōstós Transliteration B: sōstos Transliteration C: sostos Beta Code: swsto/s

English (LSJ)

σωστή, σωστόν, safe, πλοῖον Apollon.Mir.6.

German (Pape)

[Seite 1061] gerettet, erhalten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σωστός: -ή, -όν, σεσωσμένος, σῶος, πλοῖον Ἀπολλώνιος περὶ Κατεψευσμένης Ἱστορίας 6· ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

-ή, -ό, ΝΑ
νεοελλ.
1. άρτιος, χωρίς ατέλειες ή ελλείψεις (α. «σωστό είναι το ποσό» β. «σωστά τα μέλη αν έχει, γή όμορφος γή άσκημος», Ερωτόκρ.)
2. ακριβής, πλήρης («μια σωστή δουλειά δεν κάνει»)
3. ορθός (α. «σωστό το συμπέρασμα» β. «δεν ακολούθησε σωστή θεραπεία»)
4. (για πρόσ.) ευθύς, ακέραιος χαρακτήραςσωστός άνθρωπος»)
5. το ουδ. ως ουσ. το σωστό
δίκαιος, ορθός λόγος, δίκαιη, ορθή ενέργεια, πράξη, στάση, συμπεριφορά
6. φρ. α) «το σωστό σωστό» — η αλήθεια πρέπει να λέγεται
β) «δεν είναι με τα σωστά του» — παραλογίζεται, λέει ανοησίες
γ) «με τα σωστά σου μιλάς;» — μιλάς σοβαρά ή αστειεύεσαι;
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῴζω με δυσερμήνευτο -σ- + κατάλ. τών ρηματ. επιθ. -τός].