ὑψίπρυμνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypsiprymnos
|Transliteration C=ypsiprymnos
|Beta Code=u(yi/prumnos
|Beta Code=u(yi/prumnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with high stern</b>, <span class="bibl">Str.4.4.1</span>.</span>
|Definition=ὑψίπρυμνον, [[with high stern]], Str.4.4.1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[à la poupe élevée]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πρύμνα]].
}}
{{ls
|lstext='''ὑψίπρυμνος''': -ον, ὁ ὑψηλὴν ἔχων πρύμναν, Στράβ. 195.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψίπρυμνος]], -ον, ΝΜΑ, και ὑψόπρυμνος Α<br />αυτός που έχει ψηλή [[πρύμνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «υψίπρυμνο [[πλοίο]]» ή, [[απλώς]], «το υψίπρυμνο»<br /><b>ναυτ.</b> [[πλοίο]] με υψηλή [[πρύμνη]], χαρακτηριστικό τών πλοίων του μεσαίωνα, στα οποία η [[πρύμνη]] έφερε ογκώδες [[υπερστέγασμα]] διαμορφωμένο [[κατάλληλα]] για τη [[διαμονή]] του κυβερνήτη και τών αξιωματικών, [[πάνω]] από το οποίο υπήρχε το επίστεγο, κν. [[κάσαρο]], που χρησίμευε ως [[γέφυρα]] του σκάφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» / [[ὕψος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρυμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]]), [[πρβλ]]. [[εὔπρυμνος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίπρυμνος:''' -ον ([[πρύμνα]]), αυτός που έχει υψηλή [[πρύμνη]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψί-πρυμνος, ον, [[πρύμνα]]<br />with [[high]] [[stern]], Strab.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit hohem [[Hinterteile]]</i>, Strab. 4.4.1.
}}
}}

Latest revision as of 12:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπρυμνος Medium diacritics: ὑψίπρυμνος Low diacritics: υψίπρυμνος Capitals: ΥΨΙΠΡΥΜΝΟΣ
Transliteration A: hypsíprymnos Transliteration B: hypsiprymnos Transliteration C: ypsiprymnos Beta Code: u(yi/prumnos

English (LSJ)

ὑψίπρυμνον, with high stern, Str.4.4.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la poupe élevée.
Étymologie: ὕψι, πρύμνα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπρυμνος: -ον, ὁ ὑψηλὴν ἔχων πρύμναν, Στράβ. 195.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑψίπρυμνος, -ον, ΝΜΑ, και ὑψόπρυμνος Α
αυτός που έχει ψηλή πρύμνη
νεοελλ.
φρ. «υψίπρυμνο πλοίο» ή, απλώς, «το υψίπρυμνο»
ναυτ. πλοίο με υψηλή πρύμνη, χαρακτηριστικό τών πλοίων του μεσαίωνα, στα οποία η πρύμνη έφερε ογκώδες υπερστέγασμα διαμορφωμένο κατάλληλα για τη διαμονή του κυβερνήτη και τών αξιωματικών, πάνω από το οποίο υπήρχε το επίστεγο, κν. κάσαρο, που χρησίμευε ως γέφυρα του σκάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» / ὕψος + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. εὔπρυμνος].

Greek Monotonic

ὑψίπρυμνος: -ον (πρύμνα), αυτός που έχει υψηλή πρύμνη, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὑψί-πρυμνος, ον, πρύμνα
with high stern, Strab.

German (Pape)

mit hohem Hinterteile, Strab. 4.4.1.