χρυσάετος: Difference between revisions
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chrysaetos | |Transliteration C=chrysaetos | ||
|Beta Code=xrusa/etos | |Beta Code=xrusa/etos | ||
|Definition=[ᾱ], ὁ, | |Definition=[ᾱ], ὁ, [[golden eagle]], Ael.''NA''2.39. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ, και χρυσαετός Ν, και δ. γρφ. [[χρυσαίετος]] Α<br /><b>ζωολ.</b> [[είδος]] αετού, γνωστό [[σήμερα]] με την επιστημονική [[ονομασία]] Αquila chrysaetus, που ζει στην [[Ελλάδα]] και σε [[πολλά]] άλλα μέρη του κόσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀετός]]. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, | |mltxt=ο, ΝΑ, και χρυσαετός Ν, και δ. γρφ. [[χρυσαίετος]] Α<br /><b>ζωολ.</b> [[είδος]] αετού, γνωστό [[σήμερα]] με την επιστημονική [[ονομασία]] Αquila chrysaetus, που ζει στην [[Ελλάδα]] και σε [[πολλά]] άλλα μέρη του κόσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀετός]]. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. νεολατ. <i>chrysaetus</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:29, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ, golden eagle, Ael.NA2.39.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσάετος: ὁ, εἶδος ἀετοῦ, «ἀκούω δέ τι καὶ γένος ἀετῶν καὶ ὄνομα αὐτῷ χρυσάετον ἔθεντο, ἄλλοι δὲ ἀστερίαν τὸν αὐτὸν καλοῦσιν· ὁρᾶται δὲ οὐ πολλάκις» Αἰλ. περὶ Ζῴων 2. 39.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και χρυσαετός Ν, και δ. γρφ. χρυσαίετος Α
ζωολ. είδος αετού, γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία Αquila chrysaetus, που ζει στην Ελλάδα και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἀετός. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chrysaetus].