ξυστικός: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksystikos | |Transliteration C=ksystikos | ||
|Beta Code=custiko/s | |Beta Code=custiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ξυστική, ξυστικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[scraping]]: ἡ [[ξυστική]] the [[art of polishing]], Sch. D.T.p.110H.<br><span class="bld">2</span> [[corrosive]], χυμός Phylotim. ap. Ath.3.81b, Gal. ''Nat.Fac.''2.9; ξυστικὸν ἔχει τῶν ἐντέρων Alex.Trall.''Febr.''I; of plasters, Orib.''Fr.''88.<br><span class="bld">II</span> ([[ξυστός]]) [[taking exercise in a xystus]]: hence, [[athlete]], [[xysticorum certationes]] Suet.''Aug.''45; ἀνὴρ ξ. Gal.13.1023; ξ. ἀθληταί ''BCH''28.22; <b class="b3">ξ. σύνοδος</b> ''Athletic'' Association, ἡ ἱερὰ θυμελικὴ καὶ ξ. σ. ''OGI''713.3 (Alexandria, iii A. D.); ἡ ἱερὰ ξ. περιπολιστικὴ οἰκουμενικὴ σύνοδος ''IG''14.956B19, cf. ''PLond.''3.1178.2 (ii A. D.), etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ξυστική, ξυστικόν,
A of or for scraping: ἡ ξυστική the art of polishing, Sch. D.T.p.110H.
2 corrosive, χυμός Phylotim. ap. Ath.3.81b, Gal. Nat.Fac.2.9; ξυστικὸν ἔχει τῶν ἐντέρων Alex.Trall.Febr.I; of plasters, Orib.Fr.88.
II (ξυστός) taking exercise in a xystus: hence, athlete, xysticorum certationes Suet.Aug.45; ἀνὴρ ξ. Gal.13.1023; ξ. ἀθληταί BCH28.22; ξ. σύνοδος Athletic Association, ἡ ἱερὰ θυμελικὴ καὶ ξ. σ. OGI713.3 (Alexandria, iii A. D.); ἡ ἱερὰ ξ. περιπολιστικὴ οἰκουμενικὴ σύνοδος IG14.956B19, cf. PLond.3.1178.2 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 283] schabend, kratzend, bei Ath. III, 81 b χυμός, = στυπτικός. – Zum ξυστός gehörend, sich darin übend, Suet. Galb. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ξυστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ξῦσιν· ἡ -κή, ἡ τέχνη τοῦ ξύειν ἢ στιλβώνειν, Α. Β. 651. 2) στυπτικός, Φιλότιμ. παρ’ Ἀθην. 81Β. ΙΙ. (ξυστὸς) ὁ γυμναζόμενος ἐν ξυστῷ, Sueton. Octav. 45, Γαλην.· ξυστικὴ σύνοδος, συνέλευσις τῶν ἀθλητῶν ἐν τῷ ξυστῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5906-10.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ξυστικός, -ή, -όν) ξυστός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξύση, στο ξύσιμο
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ξύνει («ξυστικό εργαλείο»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυστικά- η αμοιβή του εργάτη για την ξύση, την απόξεση, το πλάνισμα, τη στίλβωση που έκανε
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυστικόν- στυπτικό φάρμακο
αρχ.
1. ο στυπτικός
2. αυτός που γυμνάζεται στο ξυστόν, στο γυμναστήριο
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ξυστικός
ο αθλητής
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ξυστική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του ξυσίματος ή του στιλβώματος
5. φρ. «ξυστικὴ σύνοδος» — συνέλευση τών αθλητών στο ξυστόν, στο γυμναστήριο, αθλητική εταιρεία.