προστάς: Difference between revisions

From LSJ

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
(13_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prostas
|Transliteration C=prostas
|Beta Code=prosta/s
|Beta Code=prosta/s
|Definition=άδος, ἡ, (προΐστημι) prop. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">part between the two antae</b> (or <b class="b2">wall-ends</b>) of a building, Vitr.6.7.1, cf. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>688.35</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">vestibule, porch, portico</b>, <span class="bibl">Callix.1</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Jd.</span>3.23</span>, <span class="title">GDI</span>3723.5 (Cos), <span class="title">OGI</span>51.22 (Egypt, iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.396</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>445.3</span>, al. (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>77 i 22</span> (ii B. C.), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>793 xii 25</span>, al. (ii B.C.).</span>
|Definition=προστάδος, ἡ, ([[προΐστημι]]) prop.<br><span class="bld">A</span> [[part]] between the two [[anta]]e (or [[wall-end]]s) of a [[building]], Vitr.6.7.1, cf. ''EM''688.35.<br><span class="bld">II</span> [[vestibule]], [[porch]], [[portico]], Callix.1, [[LXX]] ''Jd.''3.23, ''GDI''3723.5 (Cos), ''OGI''51.22 (Egypt, iii B.C.), ''PSI''4.396 (iii B.C.), ''PCair.Zen.''445.3, al. (iii B.C.), ''UPZ''77 i 22 (ii B. C.), ''PTeb.''793 xii 25, al. (ii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0781.png Seite 781]] άδος, ἡ, Vorzimmer; Ath. V, 205 a; Vitruv. 2, 8; Erkl. von [[προμολή]] , Schol. Ap. Rh. 1, 1174. – Auch wie prostibulum, eine feile, öffentliche Dirne, Ath.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0781.png Seite 781]] άδος, ἡ, [[Vorzimmer]]; Ath. V, 205 a; Vitruv. 2, 8; Erkl. von [[προμολή]], Schol. Ap. Rh. 1, 1174. – Auch wie prostibulum, eine feile, öffentliche Dirne, Ath.
}}
{{elru
|elrutext='''προστάς:''' άδος ἡ [[передняя]] Anth.<br />ᾶσα, άν part. aor. 2 к [[προΐστημι]].
}}
{{ls
|lstext='''προστάς''': -άδος, ἡ ([[προΐστημι]]) [[κυρίως]] τὸ [[μέρος]] τὸ μεταξὺ τῶν δύο παραστάδων οἰκοδομήματος, [[πρόδομος]], ἢ πρόστῳον, Βιτρούβ. 2. 8· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λ. [[οἶκος]]· πρόθυρα, Ἀθήν. 205Α· πρβλ. [[πρόστασις]] ΙΙ. - [[Κατὰ]] τὸν Μέγ. Ἐτυμ. 688, 35, «[[πρόδομος]], ἡ πρὸ τῆς οἰκίας [[στοά]], ἣν καὶ αἴθουσαν καλεῖ [[Ὅμηρος]]· [[ἔνιοι]] μὲν παστάδα, τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἣν [[Ὅμηρος]] πρόδομον εἴρηκεν.»
}}
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α·1. ο [[μεταξύ]] δύο παραστάδων [[χώρος]] κτηρίου<br /><b>2.</b> το [[προστώο]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[πρόδομος]], ἡ πρὸ τῆς οἰκίας [[στοά]], ἥν καὶ αἴθουσαν καλεῖ [[Ὅμηρος]]<br />[[ἔνιοι]] μὲν [[παστάδα]], τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἥν [[Ὅμηρος]] πρόδομον εἴρηκεν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προΐσταμαι]] (για το θ. <i>σταδ</i>- [[πρβλ]]. [[στάδην]], [[στάδιος]]), <b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-[[στάς]], -[[άδος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστάς Medium diacritics: προστάς Low diacritics: προστάς Capitals: ΠΡΟΣΤΑΣ
Transliteration A: prostás Transliteration B: prostas Transliteration C: prostas Beta Code: prosta/s

English (LSJ)

προστάδος, ἡ, (προΐστημι) prop.
A part between the two antae (or wall-ends) of a building, Vitr.6.7.1, cf. EM688.35.
II vestibule, porch, portico, Callix.1, LXX Jd.3.23, GDI3723.5 (Cos), OGI51.22 (Egypt, iii B.C.), PSI4.396 (iii B.C.), PCair.Zen.445.3, al. (iii B.C.), UPZ77 i 22 (ii B. C.), PTeb.793 xii 25, al. (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 781] άδος, ἡ, Vorzimmer; Ath. V, 205 a; Vitruv. 2, 8; Erkl. von προμολή, Schol. Ap. Rh. 1, 1174. – Auch wie prostibulum, eine feile, öffentliche Dirne, Ath.

Russian (Dvoretsky)

προστάς: άδος ἡ передняя Anth.
ᾶσα, άν part. aor. 2 к προΐστημι.

Greek (Liddell-Scott)

προστάς: -άδος, ἡ (προΐστημι) κυρίως τὸ μέρος τὸ μεταξὺ τῶν δύο παραστάδων οἰκοδομήματος, πρόδομος, ἢ πρόστῳον, Βιτρούβ. 2. 8· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λ. οἶκος· πρόθυρα, Ἀθήν. 205Α· πρβλ. πρόστασις ΙΙ. - Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμ. 688, 35, «πρόδομος, ἡ πρὸ τῆς οἰκίας στοά, ἣν καὶ αἴθουσαν καλεῖ Ὅμηρος· ἔνιοι μὲν παστάδα, τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἣν Ὅμηρος πρόδομον εἴρηκεν.»

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α·1. ο μεταξύ δύο παραστάδων χώρος κτηρίου
2. το προστώο
3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «πρόδομος, ἡ πρὸ τῆς οἰκίας στοά, ἥν καὶ αἴθουσαν καλεῖ Ὅμηρος
ἔνιοι μὲν παστάδα, τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἥν Ὅμηρος πρόδομον εἴρηκεν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προΐσταμαι (για το θ. σταδ- πρβλ. στάδην, στάδιος), πρβλ. παρα-στάς, -άδος].