ἀστέγαστος: Difference between revisions
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=astegastos | |Transliteration C=astegastos | ||
|Beta Code=a)ste/gastos | |Beta Code=a)ste/gastos | ||
|Definition= | |Definition=ἀστέγαστον, [[uncovered]], ἀγγεῖον Gal.17(2).153: of a ship, [[undecked]], Antipho 5.22, cf. Apollod.''Poliorc.''185.10; [[roofless]], PGen.11.7 (iv A. D.); <b class="b3">διὰ τὸ ἀ.</b> from their [[having no shelter]], Th.7.87. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀστέγαστον, uncovered, ἀγγεῖον Gal.17(2).153: of a ship, undecked, Antipho 5.22, cf. Apollod.Poliorc.185.10; roofless, PGen.11.7 (iv A. D.); διὰ τὸ ἀ. from their having no shelter, Th.7.87.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene techo, no cubierto ὁ ἀναβάθρας τόπος Apollod.Poliorc.185.10, τὸ στάβλον PAbinn.62.7 (IV d.C.)
•de un barco que no tiene puente Antipho 5.22
•subst. τὸ ἀ. carencia de techo Th.7.87.
German (Pape)
[Seite 374] unbedeckt, ohne Dach, Thuc. 7, 87; πλοῖον Antipho. 5, 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non couvert.
Étymologie: ἀ, στεγάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστέγαστος: -ον, μὴ ἐστεγασμένος, ἐπὶ πλοίου, ἄνευ καταστρώματος, Ἀντιφῶν 132. 8· διὰ τὸ ἀστέγαστον, ἐπειδὴ δὲν εἶχον στέγην, Θουκ. 7. 87.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀστέγαστος, -ον) στεγάζω
(για οικοδομές) αυτός που δεν έχει στέγη ή σκεπή
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει στέγη, σπίτι, ο άστεγος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει σκέπασμα («ἀστέγαστον ἀγγεῖον»
«ἀστέγαστος», χωρίς κουβέρτα)
2. (για πλοίο) δίχως κατάστρωμα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀστέγαστον
η έλλειψη στέγης.
Greek Monotonic
ἀστέγαστος: -ον (στεγάζω), ακάλυπτος, διὰ τὸ ἀστέγαστον, επειδή δεν υπήρχε στέγη, σε Θουκ.
Middle Liddell
στεγάζω
uncovered: διὰ τὸ ἀστέγαστον from their having no shelter, Thuc.