καρύκευμα: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=karykevma
|Transliteration C=karykevma
|Beta Code=karu/keuma
|Beta Code=karu/keuma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[savoury dish]], <span class="bibl">Poll.6.56</span> (pl.), Phlp.<b class="b2">in de An</b>.601.16, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>342</span>, Hsch.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[savoury dish]], Poll.6.56 (pl.), Phlp.in de An.601.16, Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''342, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰρύκευμα''': τό, [[ἥδυσμα]], ἄρτυμα, [[ἔδεσμα]] πολυτελῶς κεκαρυκευμένον, Βασίλ. τ. 1. σ. 124Β, Ἡσύχ., [[Πολυδ]]. Ϛ’, 56, Ἐτυμ. Μ. 492, 46, κλ.
|lstext='''κᾰρύκευμα''': τό, [[ἥδυσμα]], ἄρτυμα, [[ἔδεσμα]] πολυτελῶς κεκαρυκευμένον, Βασίλ. τ. 1. σ. 124Β, Ἡσύχ., Πολυδ. Ϛ’, 56, Ἐτυμ. Μ. 492, 46, κλ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[καρύκευμα]]) [[καρυκεύω]]<br /><b>1.</b> η [[παρασκευή]] καρυκευμένων φαγητών, η [[καρύκευση]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που χρησιμοποιείται [[κατά]] το [[μαγείρεμα]] για να γίνει νόστιμο το [[φαγητό]], [[άρτυμα]], [[μπαχαρικό]]<br /><b>3.</b> [[έδεσμα]] πλούσια καρυκευμένο.
|mltxt=το (AM [[καρύκευμα]]) [[καρυκεύω]]<br /><b>1.</b> η [[παρασκευή]] καρυκευμένων φαγητών, η [[καρύκευση]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που χρησιμοποιείται [[κατά]] το [[μαγείρεμα]] για να γίνει νόστιμο το [[φαγητό]], [[άρτυμα]], [[μπαχαρικό]]<br /><b>3.</b> [[έδεσμα]] πλούσια καρυκευμένο.
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῡκευμα Medium diacritics: καρύκευμα Low diacritics: καρύκευμα Capitals: ΚΑΡΥΚΕΥΜΑ
Transliteration A: karýkeuma Transliteration B: karykeuma Transliteration C: karykevma Beta Code: karu/keuma

English (LSJ)

-ατος, τό, savoury dish, Poll.6.56 (pl.), Phlp.in de An.601.16, Sch.Ar.Eq.342, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1331] τό, künstlich, leckerhaft bereitetes Gericht; Schol. Ar. Equ. 342; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρύκευμα: τό, ἥδυσμα, ἄρτυμα, ἔδεσμα πολυτελῶς κεκαρυκευμένον, Βασίλ. τ. 1. σ. 124Β, Ἡσύχ., Πολυδ. Ϛ’, 56, Ἐτυμ. Μ. 492, 46, κλ.

Greek Monolingual

το (AM καρύκευμα) καρυκεύω
1. η παρασκευή καρυκευμένων φαγητών, η καρύκευση
2. καθετί που χρησιμοποιείται κατά το μαγείρεμα για να γίνει νόστιμο το φαγητό, άρτυμα, μπαχαρικό
3. έδεσμα πλούσια καρυκευμένο.