κατατεθαρρηκότως: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katatetharrikotos
|Transliteration C=katatetharrikotos
|Beta Code=katateqarrhko/tws
|Beta Code=katateqarrhko/tws
|Definition=Adv. pf. part. Act. of <b class="b3">καταθαρρέω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[boldly]], [[confidently]], <span class="bibl">Plb.1.86.5</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>27</span>.</span>
|Definition=Adv. pf. part. Act. of [[καταθαρρέω]], [[boldly]], [[confidently]], Plb.1.86.5, Plu.''Ant.''27.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατατεθαρρηκότως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταθαρρέω, [[μετὰ]] θάρρους [[πεποιθότως]], τολμηρῶς, κ. ὁρμᾶν Πολύβ. 2. 23, 4· κ. ῥᾳθύμως ἀνατρέφεσθαι 1. 86, 5· ὁ Πλούταρχ. συνάπει [[ἀνειμένως]] και κ.
|elnltext=κατατεθαρρηκότως adv., zie καταθαρρέω.
}}
}}
{{grml
{{pape
|mltxt=[[κατατεθαρρηκότως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με πολύ [[θάρρος]], με [[τόλμη]], [[ευθαρσώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατατεθαρρηκώς</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. [[καταθαρρώ]]].
|ptext=<i>[[dreist]], [[zuversichtlich]]</i>, Pol. 1.86.5 und [[öfter]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατατεθαρρηκότως:''' adv. храбро, отважно Polyb., Plut.
|elrutext='''κατατεθαρρηκότως:''' adv. храбро, отважно Polyb., Plut.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κατατεθαρρηκότως adv., zie καταθαρρέω.
|lstext='''κατατεθαρρηκότως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταθαρρέω, μετὰ θάρρους [[πεποιθότως]], τολμηρῶς, κ. ὁρμᾶν Πολύβ. 2. 23, 4· κ. ῥᾳθύμως ἀνατρέφεσθαι 1. 86, 5· ὁ Πλούταρχ. συνάπει [[ἀνειμένως]] και κ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατατεθαρρηκότως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με πολύ [[θάρρος]], με [[τόλμη]], [[ευθαρσώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατατεθαρρηκώς</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. [[καταθαρρώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατεθαρρηκότως Medium diacritics: κατατεθαρρηκότως Low diacritics: κατατεθαρρηκότως Capitals: ΚΑΤΑΤΕΘΑΡΡΗΚΟΤΩΣ
Transliteration A: katatetharrēkótōs Transliteration B: katatetharrēkotōs Transliteration C: katatetharrikotos Beta Code: katateqarrhko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of καταθαρρέω, boldly, confidently, Plb.1.86.5, Plu.Ant.27.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατατεθαρρηκότως adv., zie καταθαρρέω.

German (Pape)

dreist, zuversichtlich, Pol. 1.86.5 und öfter.

Russian (Dvoretsky)

κατατεθαρρηκότως: adv. храбро, отважно Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κατατεθαρρηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταθαρρέω, μετὰ θάρρους πεποιθότως, τολμηρῶς, κ. ὁρμᾶν Πολύβ. 2. 23, 4· κ. ῥᾳθύμως ἀνατρέφεσθαι 1. 86, 5· ὁ Πλούταρχ. συνάπει ἀνειμένως και κ.

Greek Monolingual

κατατεθαρρηκότως (Α)
επίρρ. με πολύ θάρρος, με τόλμη, ευθαρσώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατατεθαρρηκώς, μτχ. παρακμ. του ρ. καταθαρρώ].