μελάγκολπος: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melagkolpos
|Transliteration C=melagkolpos
|Beta Code=mela/gkolpos
|Beta Code=mela/gkolpos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">black-bosomed</b>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>34.83</span>.</span>
|Definition=μελάγκολπον, [[black-bosomed]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 34.83.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάγκολπος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανα κόλπον, Νόνν. Δ. 34. 83· πρβλ. [[μεγαλόκολπος]].
|lstext='''μελάγκολπος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανα κόλπον, Νόνν. Δ. 34. 83· πρβλ. [[μεγαλόκολπος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μελάγκολπος]] και [[μελανόκολπος]],-ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο [[κόλπο]], δηλ. [[στήθος]] («μελαγκόλποιο Νύμφης», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]] ([[πρβλ]]. [[αγλαόκολπος]], [[βαθύκολπος]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάγκολπος Medium diacritics: μελάγκολπος Low diacritics: μελάγκολπος Capitals: ΜΕΛΑΓΚΟΛΠΟΣ
Transliteration A: melánkolpos Transliteration B: melankolpos Transliteration C: melagkolpos Beta Code: mela/gkolpos

English (LSJ)

μελάγκολπον, black-bosomed, Nonn. D. 34.83.

German (Pape)

[Seite 117] mit schwarzem Busen, Nonn. D. 34, 53.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγκολπος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα κόλπον, Νόνν. Δ. 34. 83· πρβλ. μεγαλόκολπος.

Greek Monolingual

μελάγκολπος και μελανόκολπος,-ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο κόλπο, δηλ. στήθος («μελαγκόλποιο Νύμφης», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κόλπος (πρβλ. αγλαόκολπος, βαθύκολπος)].