μονοστιβής: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monostivis
|Transliteration C=monostivis
|Beta Code=monostibh/s
|Beta Code=monostibh/s
|Definition=ές, (στείβω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[walking alone]], [[unattended]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span> 768</span>.</span>
|Definition=μονοστιβές, ([[στείβω]]) [[walking alone]], [[unattended]], A.''Ch.'' 768.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] ές, allein gehend, einsam, εἰ ξὺν λοχίταις, [[εἴτε]] καὶ μονοστιβῆ, Aesch. Ch. 757.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] ές, allein gehend, einsam, εἰ ξὺν λοχίταις, [[εἴτε]] καὶ μονοστιβῆ, Aesch. Ch. 757.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui marche peu]], [[solitaire]].<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[στείβω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονοστῐβής:''' [[идущий один]] (εἰ ξὺν λοχίταις, [[εἴτε]] καὶ μ. Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοστῐβής''': -ές, ([[στείβω]]) ὁ βαδίζων [[μόνος]] [[ἄνευ]] ἀκολούθου ἢ θεράποντος, Αἰσχύλ. Χο. 768.
|lstext='''μονοστῐβής''': -ές, ([[στείβω]]) ὁ βαδίζων [[μόνος]] [[ἄνευ]] ἀκολούθου ἢ θεράποντος, Αἰσχύλ. Χο. 768.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui marche peu, solitaire.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[στείβω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονοστιβής]], -ές (Α)<br />αυτός που βαδίζει [[μόνος]], [[χωρίς]] ακόλουθο («ξὺν λοχίταις [[είτε]] καὶ μονοστιβῇ», Αισχύλ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στῖβος</i>, <i>τὸ</i>), [[πρβλ]]. <i>θεο</i>-<i>στιβής</i>].
|mltxt=[[μονοστιβής]], -ές (Α)<br />αυτός που βαδίζει [[μόνος]], [[χωρίς]] ακόλουθο («ξὺν λοχίταις [[είτε]] καὶ μονοστιβῇ», Αισχύλ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στῖβος</i>, <i>τὸ</i>), [[πρβλ]]. [[θεοστιβής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονοστιβής:''' -ές ([[στείβω]]), αυτός που βαδίζει [[μόνος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μονοστιβής:''' -ές ([[στείβω]]), αυτός που βαδίζει [[μόνος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονοστῐβής:''' идущий один (εἰ ξὺν λοχίταις, [[εἴτε]] καὶ μ. Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοστῐβής Medium diacritics: μονοστιβής Low diacritics: μονοστιβής Capitals: ΜΟΝΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: monostibḗs Transliteration B: monostibēs Transliteration C: monostivis Beta Code: monostibh/s

English (LSJ)

μονοστιβές, (στείβω) walking alone, unattended, A.Ch. 768.

German (Pape)

[Seite 205] ές, allein gehend, einsam, εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ, Aesch. Ch. 757.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui marche peu, solitaire.
Étymologie: μόνος, στείβω.

Russian (Dvoretsky)

μονοστῐβής: идущий один (εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μ. Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μονοστῐβής: -ές, (στείβω) ὁ βαδίζων μόνος ἄνευ ἀκολούθου ἢ θεράποντος, Αἰσχύλ. Χο. 768.

Greek Monolingual

μονοστιβής, -ές (Α)
αυτός που βαδίζει μόνος, χωρίς ακόλουθο («ξὺν λοχίταις είτε καὶ μονοστιβῇ», Αισχύλ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στιβής (< στῖβος, τὸ), πρβλ. θεοστιβής].

Greek Monotonic

μονοστιβής: -ές (στείβω), αυτός που βαδίζει μόνος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μονο-στῐβής, ές στείβω
walking alone, Aesch.

English (Woodhouse)

alone, solitary, unattended

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)