ἐριώπης: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eriopis
|Transliteration C=eriopis
|Beta Code=e)riw/phs
|Beta Code=e)riw/phs
|Definition=ου, ὁ, fem. ἐρι-ῶπις, ιδος<b class="b3">, (ὤψ)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">large-eyed, full-eyed</b>, in fem., <span class="bibl">Hom.<span class="title">Epigr.</span>1.2</span> : fem. acc. ἐριώπεα <span class="bibl">Max.545</span> (s. v.l.); ἐρίωπα <span class="bibl">Id.32</span>.</span>
|Definition=ἐριώπου, ὁ, fem. [[ἐριῶπις]], ιδος, ([[ὤψ]]) [[large-eyed]], [[full-eyed]], in fem., Hom.''Epigr.''1.2: fem. acc. ἐριώπεα Max.545 ([[si vera lectio|s. v.l.]]); ἐρίωπα Id.32.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1031.png Seite 1031]] ὁ, u. fem. [[ἐριῶπις]], [[großäugig]], Letzteres Hom. ep. 1, 2.
}}
{{ls
|lstext='''ἐριώπης''': -ου, ὁ θηλ. -ῶπις, ιδος, (ὢψ) [[μεγαλόφθαλμος]], ἐν τῷ θηλ. Κύμης ἐριώπιδα κούρην Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 1. 2· ἐν τῷ ἀρσ. κατ’ αἰτ. ἐριώπεα Μάξιμ. π. Καταρχ. 545· ἐρίωπα [[αὐτόθι]] 32. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐριῶπις· [[μεγαλόφθαλμος]]. καὶ ἡ Ἀγχίσου γυνὴ» καὶ «ἐριώπιδος· εὐώπιδος».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐριώπης]], ὁ, (θηλ. [[ἐριῶπις]]) (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i> «[[οφθαλμός]]» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό<br />[[πρβλ]]. [[ελίκωψ]], [[μύωψ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ης</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριώπης Medium diacritics: ἐριώπης Low diacritics: εριώπης Capitals: ΕΡΙΩΠΗΣ
Transliteration A: eriṓpēs Transliteration B: eriōpēs Transliteration C: eriopis Beta Code: e)riw/phs

English (LSJ)

ἐριώπου, ὁ, fem. ἐριῶπις, ιδος, (ὤψ) large-eyed, full-eyed, in fem., Hom.Epigr.1.2: fem. acc. ἐριώπεα Max.545 (s. v.l.); ἐρίωπα Id.32.

German (Pape)

[Seite 1031] ὁ, u. fem. ἐριῶπις, großäugig, Letzteres Hom. ep. 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριώπης: -ου, ὁ θηλ. -ῶπις, ιδος, (ὢψ) μεγαλόφθαλμος, ἐν τῷ θηλ. Κύμης ἐριώπιδα κούρην Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 1. 2· ἐν τῷ ἀρσ. κατ’ αἰτ. ἐριώπεα Μάξιμ. π. Καταρχ. 545· ἐρίωπα αὐτόθι 32. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐριῶπις· μεγαλόφθαλμος. καὶ ἡ Ἀγχίσου γυνὴ» καὶ «ἐριώπιδος· εὐώπιδος».

Greek Monolingual

ἐριώπης, ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α)
αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -ωπης (< ωψ «οφθαλμός» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό
πρβλ. ελίκωψ, μύωψ + κατάλ. -ης)].