ψυχραίνω: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psychraino
|Transliteration C=psychraino
|Beta Code=yuxrai/nw
|Beta Code=yuxrai/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">make cool</b> or <b class="b2">cold, cool</b>, in Pass., Plu.<b class="b2">Fr.inc</b>.149, <span class="bibl">Alex.Trall.1.14</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span> p.571</span> S.: metaph., φιλίας ταχὺ -αινομένας Id.<span class="title">Par.Ptol.</span>270.</span>
|Definition=[[make cool]] or [[cold]], [[cool]], in Pass., Plu.Fr.inc.149, Alex.Trall.1.14, Procl.''in Prm.'' p.571 S.: metaph., φιλίας ταχὺ -αινομένας Id.''Par.Ptol.''270.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1404.png Seite 1404]] kühl, kalt machen, abkühlen, Gloss.
}}
{{ls
|lstext='''ψυχραίνω''': μέλλ. -ανῶ, ὡς καὶ νῦν, ποιῶ τι ψυχρόν, [[ψύχω]], Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 21. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ψύχεται· ἀντὶ τοῦ ψυχραίνεται» - «οἱ ἐκπνέοντες ψυχραίνονται παντὶ τῷ σώματι» Τρικλ. εἰς Σοφ. Αἴαντ. 1029, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[ψυχρός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ψυχρό, [[ψύχω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μειώνω]] τον ενθουσιασμό, τον ζήλο, την [[θέρμη]] κάποιου, τον [[δυσαρεστώ]] (α. «η [[στάση]] του μέ ψύχρανε» β. «φιλίας ταχὺ [[μέντοι]] ψυχραινόμενος». Πρόκλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] ψυχρότερος («ψύχρανε ο [[καιρός]]»).
}}
}}

Latest revision as of 13:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυχραίνω Medium diacritics: ψυχραίνω Low diacritics: ψυχραίνω Capitals: ΨΥΧΡΑΙΝΩ
Transliteration A: psychraínō Transliteration B: psychrainō Transliteration C: psychraino Beta Code: yuxrai/nw

English (LSJ)

make cool or cold, cool, in Pass., Plu.Fr.inc.149, Alex.Trall.1.14, Procl.in Prm. p.571 S.: metaph., φιλίας ταχὺ -αινομένας Id.Par.Ptol.270.

German (Pape)

[Seite 1404] kühl, kalt machen, abkühlen, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ψυχραίνω: μέλλ. -ανῶ, ὡς καὶ νῦν, ποιῶ τι ψυχρόν, ψύχω, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 21. - Κατὰ Σουΐδ.: «ψύχεται· ἀντὶ τοῦ ψυχραίνεται» - «οἱ ἐκπνέοντες ψυχραίνονται παντὶ τῷ σώματι» Τρικλ. εἰς Σοφ. Αἴαντ. 1029, κλπ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ ψυχρός
1. καθιστώ κάτι ψυχρό, ψύχω
2. μτφ. μειώνω τον ενθουσιασμό, τον ζήλο, την θέρμη κάποιου, τον δυσαρεστώ (α. «η στάση του μέ ψύχρανε» β. «φιλίας ταχὺ μέντοι ψυχραινόμενος». Πρόκλ.)
νεοελλ.
(αμτβ.) γίνομαι ψυχρότερος («ψύχρανε ο καιρός»).