ψυχραίνω: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psychraino | |Transliteration C=psychraino | ||
|Beta Code=yuxrai/nw | |Beta Code=yuxrai/nw | ||
|Definition= | |Definition=[[make cool]] or [[cold]], [[cool]], in Pass., Plu.Fr.inc.149, Alex.Trall.1.14, Procl.''in Prm.'' p.571 S.: metaph., φιλίας ταχὺ -αινομένας Id.''Par.Ptol.''270. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1404.png Seite 1404]] kühl, kalt machen, abkühlen, Gloss. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1404.png Seite 1404]] kühl, kalt machen, abkühlen, Gloss. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ψυχραίνω''': μέλλ. -ανῶ, ὡς καὶ νῦν, ποιῶ τι ψυχρόν, [[ψύχω]], Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 21. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ψύχεται· ἀντὶ τοῦ ψυχραίνεται» - «οἱ ἐκπνέοντες ψυχραίνονται παντὶ τῷ σώματι» Τρικλ. εἰς Σοφ. Αἴαντ. 1029, κλπ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[ψυχρός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ψυχρό, [[ψύχω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μειώνω]] τον ενθουσιασμό, τον ζήλο, την [[θέρμη]] κάποιου, τον [[δυσαρεστώ]] (α. «η [[στάση]] του μέ ψύχρανε» β. «φιλίας ταχὺ [[μέντοι]] ψυχραινόμενος». Πρόκλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] ψυχρότερος («ψύχρανε ο [[καιρός]]»). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:24, 25 August 2023
English (LSJ)
make cool or cold, cool, in Pass., Plu.Fr.inc.149, Alex.Trall.1.14, Procl.in Prm. p.571 S.: metaph., φιλίας ταχὺ -αινομένας Id.Par.Ptol.270.
German (Pape)
[Seite 1404] kühl, kalt machen, abkühlen, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχραίνω: μέλλ. -ανῶ, ὡς καὶ νῦν, ποιῶ τι ψυχρόν, ψύχω, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 21. - Κατὰ Σουΐδ.: «ψύχεται· ἀντὶ τοῦ ψυχραίνεται» - «οἱ ἐκπνέοντες ψυχραίνονται παντὶ τῷ σώματι» Τρικλ. εἰς Σοφ. Αἴαντ. 1029, κλπ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ψυχρός
1. καθιστώ κάτι ψυχρό, ψύχω
2. μτφ. μειώνω τον ενθουσιασμό, τον ζήλο, την θέρμη κάποιου, τον δυσαρεστώ (α. «η στάση του μέ ψύχρανε» β. «φιλίας ταχὺ μέντοι ψυχραινόμενος». Πρόκλ.)
νεοελλ.
(αμτβ.) γίνομαι ψυχρότερος («ψύχρανε ο καιρός»).