κοπώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kopodis
|Transliteration C=kopodis
|Beta Code=kopw/dhs
|Beta Code=kopw/dhs
|Definition=κοπώδες,<br><span class="bld">A</span> [[wearying]], [[wearing]], [[πυρετοί]] [[varia lectio|v.l.]] in Hp.''Prorrh.''1.142; βάρη Arist.''Pr.''881a19 (Comp.); <b class="b3">βαρὺ καὶ κ.</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὸ ὕδωρ</b>) [[causing pain]], Alex.198; κ. διάθεσις Gal.6.320: Comp.-ωδέστεραι συμφοραί Procop. ''Arc.''13: c.gen., <b class="b3">κ. ὑποχονδρίων</b> [[causing pain in]]... Hp.''Acut.''16.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[wearisome]], [[boring]], D.H.''Dem.''58, Plu.2.47f; [[φράσις]] ib. 1011a.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[wearied]], [[worn out]], Hp.''Prorrh.''1.38, Gal.7.547. Adv. Comp. -ωδέστερον, ἔχειν Plu.2.130c.
|Definition=κοπῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[wearying]], [[wearing]], [[πυρετοί]] [[varia lectio|v.l.]] in Hp.''Prorrh.''1.142; βάρη Arist.''Pr.''881a19 (Comp.); <b class="b3">βαρὺ καὶ κ.</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὸ ὕδωρ</b>) [[causing pain]], Alex.198; κ. διάθεσις Gal.6.320: Comp.-ωδέστεραι συμφοραί Procop. ''Arc.''13: c.gen., <b class="b3">κ. ὑποχονδρίων</b> [[causing pain in]]... Hp.''Acut.''16.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[wearisome]], [[boring]], D.H.''Dem.''58, Plu.2.47f; [[φράσις]] ib. 1011a.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[wearied]], [[worn out]], Hp.''Prorrh.''1.38, Gal.7.547. Adv. Comp. -ωδέστερον, ἔχειν Plu.2.130c.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπώδης Medium diacritics: κοπώδης Low diacritics: κοπώδης Capitals: ΚΟΠΩΔΗΣ
Transliteration A: kopṓdēs Transliteration B: kopōdēs Transliteration C: kopodis Beta Code: kopw/dhs

English (LSJ)

κοπῶδες,
A wearying, wearing, πυρετοί v.l. in Hp.Prorrh.1.142; βάρη Arist.Pr.881a19 (Comp.); βαρὺ καὶ κ. (sc. τὸ ὕδωρ) causing pain, Alex.198; κ. διάθεσις Gal.6.320: Comp.-ωδέστεραι συμφοραί Procop. Arc.13: c.gen., κ. ὑποχονδρίων causing pain in... Hp.Acut.16.
2 metaph., wearisome, boring, D.H.Dem.58, Plu.2.47f; φράσις ib. 1011a.
II Pass., wearied, worn out, Hp.Prorrh.1.38, Gal.7.547. Adv. Comp. -ωδέστερον, ἔχειν Plu.2.130c.

German (Pape)

[Seite 1484] ermüdend, mühselig; Arist. probl. 5, 7; Sp.; Alexis bei Ath. III, 122 f; von Personen, καὶ ἀηδεῖς Plut. de aud. 10 M.; vom Styl, qu. Plat. 4.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
fatigant.
Étymologie: κόπος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπώδης -ες [κοπός] act. vermoeiend. pass. uitgeput.

Russian (Dvoretsky)

κοπώδης:
1 утомительный, обременительный (βάρη Arst.);
2 перен. тяжелый, тяжеловесный (φράσις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κοπώδης: -ες, (εἶδος) κοπιαστικός, φορτικός, ὀχληρός, κατατρύχων, πυρετοὶ Ἱππ. Προρρ. 80· βάρη Ἀριστ. Προβλ. 5. 7, 2, κτλ.· βαρὺ καὶ κ. (δηλ. τὸ ὕδωρ) προξενοῦν πόνους, Ἄλεξ. ἐν «Πυθαγ.» 1· μετὰ γεν., κ. ὑποχονδρίων, προξενῶν πόνον εἰς…, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386. 2) μεταφ., κοπιαστικός, ἐνοχλητικός, βαρύς, Λατ. molestus, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Πλούτ. 2. 47F· καὶ ἐπὶ γλωσσῶν, αὐτόθ. 1011Α. ΙΙ. Παθ., κεκοπιακώς, κατατρυχόμενος, Ἱππ. 70D, Γαλην.

Greek Monolingual

κοπώδης, -ες (Α) κόπος
1. αυτός που προξενεί κόπο, κοπιαστικός, επίπονος
2. (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε κάτικοπώδης υποχοδρίων», Ιπποκρ.)
3. μτφ. ενοχλητικός, φορτικός, βαρύς («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.)
4. (με παθ. σημ.) καταπονημένος, κουρασμένος.
επίρρ...
κοπωδέστερον (Α)
φρ. (με το ρ. έχω) «κοπωδέστερον έχω» — είμαι περισσότερο καταπονημένος.