ὀστρακώδης: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ostrakodis
|Transliteration C=ostrakodis
|Beta Code=o)strakw/dhs
|Beta Code=o)strakw/dhs
|Definition=ὀστρακώδες,<br><span class="bld">A</span> [[like an earthen pot]] or [[sherd]], [[testaceous]], of crabs, Arist.''HA''525b12, al.; of the shell of the tortoise, ib.600b20; of oysters, ib.531a17; of the covering of certain eggs, Id.''GA''733a20, ''HA''558a28.<br><span class="bld">2</span> [[full of potsherds]], τὸ ὄρος τὸ ὀστρακῶδες [[LXX]] ''Jd.''1.35; ὀ. τόπος ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''941.2 (vi A. D.).
|Definition=ὀστρακῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[like an earthen pot]] or [[sherd]], [[testaceous]], of crabs, Arist.''HA''525b12, al.; of the shell of the tortoise, ib.600b20; of oysters, ib.531a17; of the covering of certain eggs, Id.''GA''733a20, ''HA''558a28.<br><span class="bld">2</span> [[full of potsherds]], τὸ ὄρος τὸ ὀστρακῶδες [[LXX]] ''Jd.''1.35; ὀ. τόπος ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''941.2 (vi A. D.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστρᾰκώδης Medium diacritics: ὀστρακώδης Low diacritics: οστρακώδης Capitals: ΟΣΤΡΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: ostrakṓdēs Transliteration B: ostrakōdēs Transliteration C: ostrakodis Beta Code: o)strakw/dhs

English (LSJ)

ὀστρακῶδες,
A like an earthen pot or sherd, testaceous, of crabs, Arist.HA525b12, al.; of the shell of the tortoise, ib.600b20; of oysters, ib.531a17; of the covering of certain eggs, Id.GA733a20, HA558a28.
2 full of potsherds, τὸ ὄρος τὸ ὀστρακῶδες LXX Jd.1.35; ὀ. τόπος POxy.941.2 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 400] ες, scherbenartig, Theophr., = ὀστρακῖτις.

Russian (Dvoretsky)

ὀστρᾰκώδης: черепкообразный, т. е. покрытый жесткой кожей (οἱ καρκίνοι Arst.), панцирем (ἡ χελώνη Arst.), скорлупой (τὸ ᾠόν Arst.) или раковиной (τὸ ὄστρεον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκώδης: -ες, ὅμοιος ὀστράκῳ, ἐπὶ καρκίνων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 4, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς χελώνης, αὐτόθι 8. 17, 6· ἐπὶ ὀστρέων, αὐτόθι 4. 6, 3· ἐπὶ φλοιοῦ ᾠῶν τινων, αὐτόθι π. Ζ. Γεν. 2. 1, 20, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 1. ― τὰ ὀστρακώδη, πήλινα ἀγγεῖα, ὁ αὐτ. π. Φυτ. 2. 1, 2· ― πρβλ. ὀστρακόδερμος.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ ὀστρακώδης, -ῶδες) όστρακον
1. αυτός που μοιάζει με όστρακο, οστρακοειδής
2. αυτός που αποτελείται από όστρακο, οστράκινοςδέρμα μαλακὸν καὶ μὴ ὀστρακῶδες, ὥσπερ τῆς χελώνης», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οστρακώδη
(ζωολ.-παλαιοντ.) υφομοταξία εντομοστράκων καρκινοειδών, με 2.000 και πλέον αρτίγονα είδη, που το σώμα τους περικλείεται σε δίθυρο όστρακο
νεοελλ.-μσν.
αυτός που λάμπει, που γυαλίζει σαν όστρακο
(«οι ροδαλές οστρακώδεις ανταύγειες τ' ουρανού», Ζερβ.)
αρχ.
1. (για τόπο) γεμάτος κεραμίδια, όστρακα, ή πετρώδης, βραχώδης, σκληρός σαν όστρακο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) πήλινα αγγεία
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀστρακώδες
(ενν. μέρος) το όστρακο τών οστρακωδών γενικώς.