μελιτώδης: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(24) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melitodis | |Transliteration C=melitodis | ||
|Beta Code=melitw/dhs | |Beta Code=melitw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=μελιτῶδες, [[like honey]], χυμός [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.9.2, Plu. 2.628c; τὰ γλυκέα καὶ τὰ μ. Luc.''Vit.Auct.''19; also, of Persephone, Theoc.15.94, Porph.''Antr.''18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0125.png Seite 125]] ες, = [[μελιτοειδής]], bes. honigsüß, Plut. u. a. Sp., wie Luc. Vit. auct. 19. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0125.png Seite 125]] ες, = [[μελιτοειδής]], bes. honigsüß, Plut. u. a. Sp., wie Luc. Vit. auct. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />[[qui ressemble au miel]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελῐτώδης:''' [[подобный меду]], [[медовый]] Arst., Plut. etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελῐτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[μέλι]] | |lstext='''μελῐτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[μέλι]]· [[ὡσαύτως]] [[ὄνομα]] τῆς Περσεφόνης, ὡς τὸ Λατ. Mellita, Θεόκρ. 15. 94. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (ΑM [[μελιτώδης]], -ῶδες) [[μέλι]]<br />αυτός που μοιάζει με το [[μέλι]] ως [[προς]] τη [[γεύση]], το [[χρώμα]] ή τη [[σύσταση]], [[μελιτόχρους]], [[μελιχρός]], [[μελάτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παχύρρευστος]] σαν το [[μέλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. ως κύριο όν.) <i>Μελιτῶδες</i><br />[[προσωνυμία]] της Περσεφόνης, [[επειδή]] οι ιέρειές της και οι ιέρειες της Δήμητρος ονομάζονταν Μέλισσες. | |mltxt=-ες (ΑM [[μελιτώδης]], -ῶδες) [[μέλι]]<br />αυτός που μοιάζει με το [[μέλι]] ως [[προς]] τη [[γεύση]], το [[χρώμα]] ή τη [[σύσταση]], [[μελιτόχρους]], [[μελιχρός]], [[μελάτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παχύρρευστος]] σαν το [[μέλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. ως κύριο όν.) <i>Μελιτῶδες</i><br />[[προσωνυμία]] της Περσεφόνης, [[επειδή]] οι ιέρειές της και οι ιέρειες της Δήμητρος ονομάζονταν Μέλισσες. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μελῐτώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[μέλι]]· προσωνύμιο της Περσεφόνης, Λατ. Mellita, σε Θεόκρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μελῐτ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like [[honey]]: a [[name]] of [[Persephone]], Lat. Mellita, Theocr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
μελιτῶδες, like honey, χυμός Thphr. CP 6.9.2, Plu. 2.628c; τὰ γλυκέα καὶ τὰ μ. Luc.Vit.Auct.19; also, of Persephone, Theoc.15.94, Porph.Antr.18.
German (Pape)
[Seite 125] ες, = μελιτοειδής, bes. honigsüß, Plut. u. a. Sp., wie Luc. Vit. auct. 19.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui ressemble au miel.
Étymologie: μέλι, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
μελῐτώδης: подобный меду, медовый Arst., Plut. etc.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μέλι· ὡσαύτως ὄνομα τῆς Περσεφόνης, ὡς τὸ Λατ. Mellita, Θεόκρ. 15. 94.
Greek Monolingual
-ες (ΑM μελιτώδης, -ῶδες) μέλι
αυτός που μοιάζει με το μέλι ως προς τη γεύση, το χρώμα ή τη σύσταση, μελιτόχρους, μελιχρός, μελάτος
μσν.
παχύρρευστος σαν το μέλι
αρχ.
(το ουδ. ως κύριο όν.) Μελιτῶδες
προσωνυμία της Περσεφόνης, επειδή οι ιέρειές της και οι ιέρειες της Δήμητρος ονομάζονταν Μέλισσες.
Greek Monotonic
μελῐτώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με μέλι· προσωνύμιο της Περσεφόνης, Λατ. Mellita, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
μελῐτ-ώδης, ες εἶδος
like honey: a name of Persephone, Lat. Mellita, Theocr.