ὄλυρα: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olyra
|Transliteration C=olyra
|Beta Code=o)/lura
|Beta Code=o)/lura
|Definition=(on the accent v. Hdn.Gr.<span class="bibl">1.262</span>), ἡ, mostly in pl. [[ὄλυραι]], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ζειαί]] (q. v.), <span class="bibl">Hdt.2.36</span>,<span class="bibl">77</span>, <span class="bibl">D.8.45</span>, <span class="bibl"><span class="title">PHal.</span>20.2</span> (iii B. C.), <span class="bibl">LXX<span class="title">Ex.</span>9.32</span>, etc. ; mentioned as food for horses along with barley (κρῖ), <span class="bibl">Il.5.196</span>, <span class="bibl">8.564</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[rice-wheat]], a cultural variety of ζειά <span class="bibl">2</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>8.9.2</span>, <span class="bibl">Diocl.Fr.113</span>, Dsc.2.91.</span>
|Definition=(on the accent v. Hdn.Gr.1.262), ἡ, mostly in plural [[ὄλυραι]],<br><span class="bld">A</span> = [[ζειαί]] ([[quod vide|q.v.]]), [[Herodotus|Hdt.]]2.36,77, D.8.45, ''PHal.''20.2 (iii B. C.), [[LXX]] ''Ex.''9.32, etc.; mentioned as food for horses along with barley ([[κρῖ]]), Il.5.196, 8.564.<br><span class="bld">2</span> [[rice-wheat]], a cultural variety of [[ζειά]] 2, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 8.9.2, Diocl.Fr.113, Dsc.2.91.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0328.png Seite 328]] (ὀλύρα ist falscher Accent, Arcad. p. 194), ἡ, gew. im plur. αἱ ὄλυραι, Bekk, Poll. 7, 21 ὀλῦραι, eine Getreideart, die in der Il. 5, 196 u. 8, 564 (ὀλύρας) als Pferdefutter neben Gerste, κρῖ, genannt wird; nach Her. 2, 77, ἐκ τῶν ὀλυρέων ποιεῦνται ἄρτους, von den Aegyptiern zum Brotbacken gebraucht (vgl. Ath. III, 109 c); nach 2, 36 auch [[ζειά]] genannt (ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία, τὰς ζειὰς [[μετεξέτεροι]] καλέουσι); ὑπὲρ τῶν μελινῶν καὶ τῶν ὀλυρῶν ἐν τοῖς Θρᾳκίοις σιροῖς Dem. 8, 45. Doch wird sie auch von [[ζειά]], wie von [[κριθή]] und [[πυρός]] unterschieden, Theophr. und Diosc.; vielleicht das Einkorn oder Emmerkorn. Nach Buttm. Lexil. II p. 198 mit [[ὀλαί]], [[οὐλαί]] verwandt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0328.png Seite 328]] (ὀλύρα ist falscher Accent, Arcad. p. 194), ἡ, gew. im plur. αἱ ὄλυραι, Bekk, Poll. 7, 21 ὀλῦραι, eine Getreideart, die in der Il. 5, 196 u. 8, 564 (ὀλύρας) als Pferdefutter neben Gerste, κρῖ, genannt wird; nach Her. 2, 77, ἐκ τῶν ὀλυρέων ποιεῦνται ἄρτους, von den Aegyptiern zum Brotbacken gebraucht (vgl. Ath. III, 109 c); nach 2, 36 auch [[ζειά]] genannt (ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία, τὰς ζειὰς [[μετεξέτεροι]] καλέουσι); ὑπὲρ τῶν μελινῶν καὶ τῶν ὀλυρῶν ἐν τοῖς Θρᾳκίοις σιροῖς Dem. 8, 45. Doch wird sie auch von [[ζειά]], wie von [[κριθή]] und [[πυρός]] unterschieden, Theophr. und Diosc.; vielleicht das Einkorn oder Emmerkorn. Nach Buttm. Lexil. II p. 198 mit [[ὀλαί]], [[οὐλαί]] verwandt.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />sorte de froment <i>ou</i> d'épeautre, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' R. ἈλϜ <i>ou</i> ἈλεϜ, &gt; [[ἀλέω]] moudre.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄλῡρα:''' ἡ (преимущ. pl.) предполож. полба Her.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄλῡρᾰ''': ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. ὄλυραι, [[εἶδος]] κριθώδους ὀψίμου καρποῦ ὁμοίου πρὸς τὴν ζειάν, παρὰ Πλινίῳ arinca (18. 20)· μνημονεύεται δὲ ὡς τροφὴ τῶν ἵππων [[μετὰ]] τῆς κριθῆς (κρῑ), Ἰλ. Ε. 196, Θ. 564· ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις κατὰ τὸν Ἡρόδ. 2. 36, 77, εἰς παρασκευὴν ἄρτου. Περὶ τῆς ταυτότητος αὐτῆς τῇ ζειᾷ, ἴδε ἐν λ. [[ζειά]]. Ἡ βρόμη ([[βρόμος]]) ἦν [[ἄγνωστος]] τῷ Ὁμ. ― Ὁ τονισμὸς ὀλύρα [[εἶναι]] ἡμαρτημένος, Ἀρκάδ. 194. 14. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 232.
|lstext='''ὄλῡρᾰ''': ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. ὄλυραι, [[εἶδος]] κριθώδους ὀψίμου καρποῦ ὁμοίου πρὸς τὴν ζειάν, παρὰ Πλινίῳ arinca (18. 20)· μνημονεύεται δὲ ὡς τροφὴ τῶν ἵππων μετὰ τῆς κριθῆς (κρῑ), Ἰλ. Ε. 196, Θ. 564· ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις κατὰ τὸν Ἡρόδ. 2. 36, 77, εἰς παρασκευὴν ἄρτου. Περὶ τῆς ταυτότητος αὐτῆς τῇ ζειᾷ, ἴδε ἐν λ. [[ζειά]]. Ἡ βρόμη ([[βρόμος]]) ἦν [[ἄγνωστος]] τῷ Ὁμ. ― Ὁ τονισμὸς ὀλύρα [[εἶναι]] ἡμαρτημένος, Ἀρκάδ. 194. 14. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 232.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />sorte de froment <i>ou</i> d’épeautre, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' R. ἈλϜ <i>ou</i> ἈλεϜ, &gt; [[ἀλέω]] moudre.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄλῡρᾰ:''' ἡ, [[κυρίως]] στον πληθ. <i>ὄλυραι</i>, είδος δημητριακού, [[σίκαλη]] ή αγριοσίκαλη, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· πρβλ. [[ζειά]].
|lsmtext='''ὄλῡρᾰ:''' ἡ, [[κυρίως]] στον πληθ. <i>ὄλυραι</i>, είδος δημητριακού, [[σίκαλη]] ή αγριοσίκαλη, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· πρβλ. [[ζειά]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄλῡρα:''' ἡ (преимущ. pl.) предполож. полба Her.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὄλῡρα, ης, ἡ,<br />[[mostly]] in pl. ὄλυραι, a [[kind]] of [[grain]], [[spelt]] or rye, Il., Hdt.; cf. [[ζειά]].
|mdlsjtxt=ὄλῡρα, ης, ἡ,<br />[[mostly]] in plural ὄλυραι, a [[kind]] of [[grain]], [[spelt]] or rye, Il., Hdt.; cf. [[ζειά]].
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄλῡρᾰ Medium diacritics: ὄλυρα Low diacritics: όλυρα Capitals: ΟΛΥΡΑ
Transliteration A: ólyra Transliteration B: olyra Transliteration C: olyra Beta Code: o)/lura

English (LSJ)

(on the accent v. Hdn.Gr.1.262), ἡ, mostly in plural ὄλυραι,
A = ζειαί (q.v.), Hdt.2.36,77, D.8.45, PHal.20.2 (iii B. C.), LXX Ex.9.32, etc.; mentioned as food for horses along with barley (κρῖ), Il.5.196, 8.564.
2 rice-wheat, a cultural variety of ζειά 2, Thphr. HP 8.9.2, Diocl.Fr.113, Dsc.2.91.

German (Pape)

[Seite 328] (ὀλύρα ist falscher Accent, Arcad. p. 194), ἡ, gew. im plur. αἱ ὄλυραι, Bekk, Poll. 7, 21 ὀλῦραι, eine Getreideart, die in der Il. 5, 196 u. 8, 564 (ὀλύρας) als Pferdefutter neben Gerste, κρῖ, genannt wird; nach Her. 2, 77, ἐκ τῶν ὀλυρέων ποιεῦνται ἄρτους, von den Aegyptiern zum Brotbacken gebraucht (vgl. Ath. III, 109 c); nach 2, 36 auch ζειά genannt (ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία, τὰς ζειὰς μετεξέτεροι καλέουσι); ὑπὲρ τῶν μελινῶν καὶ τῶν ὀλυρῶν ἐν τοῖς Θρᾳκίοις σιροῖς Dem. 8, 45. Doch wird sie auch von ζειά, wie von κριθή und πυρός unterschieden, Theophr. und Diosc.; vielleicht das Einkorn oder Emmerkorn. Nach Buttm. Lexil. II p. 198 mit ὀλαί, οὐλαί verwandt.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sorte de froment ou d'épeautre, plante.
Étymologie: R. ἈλϜ ou ἈλεϜ, > ἀλέω moudre.

Russian (Dvoretsky)

ὄλῡρα: ἡ (преимущ. pl.) предполож. полба Her.

Greek (Liddell-Scott)

ὄλῡρᾰ: ἡ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. ὄλυραι, εἶδος κριθώδους ὀψίμου καρποῦ ὁμοίου πρὸς τὴν ζειάν, παρὰ Πλινίῳ arinca (18. 20)· μνημονεύεται δὲ ὡς τροφὴ τῶν ἵππων μετὰ τῆς κριθῆς (κρῑ), Ἰλ. Ε. 196, Θ. 564· ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις κατὰ τὸν Ἡρόδ. 2. 36, 77, εἰς παρασκευὴν ἄρτου. Περὶ τῆς ταυτότητος αὐτῆς τῇ ζειᾷ, ἴδε ἐν λ. ζειά. Ἡ βρόμη (βρόμος) ἦν ἄγνωστος τῷ Ὁμ. ― Ὁ τονισμὸς ὀλύρα εἶναι ἡμαρτημένος, Ἀρκάδ. 194. 14. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 232.

Greek Monotonic

ὄλῡρᾰ: ἡ, κυρίως στον πληθ. ὄλυραι, είδος δημητριακού, σίκαλη ή αγριοσίκαλη, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· πρβλ. ζειά.

Middle Liddell

ὄλῡρα, ης, ἡ,
mostly in plural ὄλυραι, a kind of grain, spelt or rye, Il., Hdt.; cf. ζειά.