ἀποδοκεῖ: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(6_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apodokei
|Transliteration C=apodokei
|Beta Code=a)podokei=
|Beta Code=a)podokei=
|Definition=impers., (δοκέω) mostly c. <b class="b3">μή</b> et inf., <b class="b3">ἀπέδοξέ σφι μὴ τιμωρέειν</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">it seemed good</b> to them <b class="b2">not</b> to do, they <b class="b2">resolved not .</b>., <span class="bibl">Hdt. 1.152</span>; ἐπεί σφι ἀ. μὴ ἐπιδιώκειν <span class="bibl">Id.8.111</span>; without <b class="b3">μή</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>2.3.9</span>: sts. with inf. omitted, <b class="b3">ὥς σφι ἀπέδοξε</b> when they <b class="b2">resolved not</b> (to go on), when they <b class="b2">changed their mind</b>, <span class="bibl">Hdt.1.172</span>.</span>
|Definition=impers., ([[δοκέω]]) mostly c. [[μή]] et inf., <b class="b3">ἀπέδοξέ σφι μὴ τιμωρέειν</b> [[it seemed good]] to them [[not]] to do, they resolved not.., [[Herodotus|Hdt.]] 1.152; ἐπεί σφι ἀ. μὴ ἐπιδιώκειν Id.8.111; without [[μή]], X.''An.''2.3.9: sometimes with inf. omitted, <b class="b3">ὥς σφι ἀπέδοξε</b> when they [[resolved not]] (to go on), when they [[changed their mind]], [[Herodotus|Hdt.]]1.172.
}}
{{DGE
|dgtxt=impers.<br /><b class="num">1</b> [[parecer bien]], [[decidir]] c. μή e inf. ἀπέδοξέ σφι μὴ τιμωρέειν Ἴωσι les pareció bien no socorrer a los jonios</i> Hdt.1.152, σφι ἀπέδοξε μήτ' ἐπιδιώκειν Hdt.8.111.<br /><b class="num">2</b> abs., c. dat. [[no parecer bien]], [[decidir en contra]] ὥς σφι ἀπέδοξε Hdt.1.172, ἀπέδοξε τοῖς Ἰνδοῖς Philostr.<i>VA</i> 6.21<br /><b class="num">•</b>c. dat. e inf. μὴ ἀποδόξῃ ἡμῖν τὰς σπονδὰς ποιήσασθαι X.<i>An</i>.2.3.9.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποδόξει, <i>ao.</i> ἀπέδοξε, <i>etc.</i><br /><i>impers.</i><br />il ne paraît pas bon <i>ou</i> à propos de : μὴ ἀποδόξῃ [[ἡμῖν]] τὰς σπονδὰς ποιήσασθαι XÉN ne refusons pas de conclure ce traité ; [[ὥς]] [[σφι]] ἀπέδοξε HDT lorsqu'ils résolurent de ne point faire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δοκέω]].
}}
{{pape
|ptext=([[δοκέω]]), <i>es mißfällt</i>, [[ἐμοί]] Her. 1.172; μὴ τιμωρέειν 1.152; Xen. <i>An</i>. 2.3.9, <i>Hell</i>. 7.4.34.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδοκεῖ:''' impers. не угодно, нежелательно (τινι ποιεῖν и μὴ ποιεῖν τι Her., Xen.): μετέπειτεν, ὥς [[σφι]] ἀπέδοξε Her. впоследствии, когда вкусы их переменились.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδοκεῖ''': ἀπρόσωπ. ([[δοκέω]]), τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τοῦ μὴ καὶ ἀπαρ., ἀπέδοξέ σφι μὴ τιμωρέειν, ἐφάνη καλὸν εἰς αὐτοὺς νὰ μη..., Ἡρόδ. 1. 152· ἐπεί τέ σφι ἀπ. μήτ’ ἐπιδιώκειν ὁ αὐτ. 8. 111· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοῦ μή, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 9: [[ἐνίοτε]] [[ἄνευ]] τοῦ ἀπαρεμ., ὥς σφι ἀπέδοξε, ὅτε ἀπεφάσισαν νὰ μὴ (προχωρήσωσι περαιτέρω), ὅτε μετέβαλον γνώμην, Ἡρόδ. 1. 172.
|lstext='''ἀποδοκεῖ''': ἀπρόσωπ. ([[δοκέω]]), τὸ πλεῖστον μετὰ τοῦ μὴ καὶ ἀπαρ., ἀπέδοξέ σφι μὴ τιμωρέειν, ἐφάνη καλὸν εἰς αὐτοὺς νὰ μη..., Ἡρόδ. 1. 152· ἐπεί τέ σφι ἀπ. μήτ’ ἐπιδιώκειν ὁ αὐτ. 8. 111· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοῦ μή, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 9: [[ἐνίοτε]] [[ἄνευ]] τοῦ ἀπαρεμ., ὥς σφι ἀπέδοξε, ὅτε ἀπεφάσισαν νὰ μὴ (προχωρήσωσι περαιτέρω), ὅτε μετέβαλον γνώμην, Ἡρόδ. 1. 172.
}}
{{grml
|mltxt=ἀποδοκεῖ (Α) [[δοκεί]]<br /><b>απρόσ.</b> φαίνεται καλό σε κάποιον να μη κάνει [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδοκεῖ:''' απρόσ. ([[δοκέω]]), θεωρείται καλό να μην κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], με απαρ., ἀπέδοξέ [[σφι]] πράττειν ή <i>μὴ πράττειν</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· μερικές φορές το απαρ. παραλείπεται, ὥς [[σφι]] ἀπέδοξε, όταν αποφάσισαν να μην (προχωρήσουν [[περαιτέρω]]), σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δοκέω]]<br />it seems [[good]] not to do a [[thing]], c. inf., ἀπέδοξέ σφι πράττειν or μὴ πράττειν Hdt., Xen.; [[sometimes]] with the inf. omitted, ὥς σφι ἀπέδοξε [[when]] they resolved not (to go on), Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδοκεῖ Medium diacritics: ἀποδοκεῖ Low diacritics: αποδοκεί Capitals: ΑΠΟΔΟΚΕΙ
Transliteration A: apodokeî Transliteration B: apodokei Transliteration C: apodokei Beta Code: a)podokei=

English (LSJ)

impers., (δοκέω) mostly c. μή et inf., ἀπέδοξέ σφι μὴ τιμωρέειν it seemed good to them not to do, they resolved not.., Hdt. 1.152; ἐπεί σφι ἀ. μὴ ἐπιδιώκειν Id.8.111; without μή, X.An.2.3.9: sometimes with inf. omitted, ὥς σφι ἀπέδοξε when they resolved not (to go on), when they changed their mind, Hdt.1.172.

Spanish (DGE)

impers.
1 parecer bien, decidir c. μή e inf. ἀπέδοξέ σφι μὴ τιμωρέειν Ἴωσι les pareció bien no socorrer a los jonios Hdt.1.152, σφι ἀπέδοξε μήτ' ἐπιδιώκειν Hdt.8.111.
2 abs., c. dat. no parecer bien, decidir en contra ὥς σφι ἀπέδοξε Hdt.1.172, ἀπέδοξε τοῖς Ἰνδοῖς Philostr.VA 6.21
c. dat. e inf. μὴ ἀποδόξῃ ἡμῖν τὰς σπονδὰς ποιήσασθαι X.An.2.3.9.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποδόξει, ao. ἀπέδοξε, etc.
impers.
il ne paraît pas bon ou à propos de : μὴ ἀποδόξῃ ἡμῖν τὰς σπονδὰς ποιήσασθαι XÉN ne refusons pas de conclure ce traité ; ὥς σφι ἀπέδοξε HDT lorsqu'ils résolurent de ne point faire.
Étymologie: ἀπό, δοκέω.

German (Pape)

(δοκέω), es mißfällt, ἐμοί Her. 1.172; μὴ τιμωρέειν 1.152; Xen. An. 2.3.9, Hell. 7.4.34.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδοκεῖ: impers. не угодно, нежелательно (τινι ποιεῖν и μὴ ποιεῖν τι Her., Xen.): μετέπειτεν, ὥς σφι ἀπέδοξε Her. впоследствии, когда вкусы их переменились.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδοκεῖ: ἀπρόσωπ. (δοκέω), τὸ πλεῖστον μετὰ τοῦ μὴ καὶ ἀπαρ., ἀπέδοξέ σφι μὴ τιμωρέειν, ἐφάνη καλὸν εἰς αὐτοὺς νὰ μη..., Ἡρόδ. 1. 152· ἐπεί τέ σφι ἀπ. μήτ’ ἐπιδιώκειν ὁ αὐτ. 8. 111· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ μή, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 9: ἐνίοτε ἄνευ τοῦ ἀπαρεμ., ὥς σφι ἀπέδοξε, ὅτε ἀπεφάσισαν νὰ μὴ (προχωρήσωσι περαιτέρω), ὅτε μετέβαλον γνώμην, Ἡρόδ. 1. 172.

Greek Monolingual

ἀποδοκεῖ (Α) δοκεί
απρόσ. φαίνεται καλό σε κάποιον να μη κάνει κάτι.

Greek Monotonic

ἀποδοκεῖ: απρόσ. (δοκέω), θεωρείται καλό να μην κάνει κάποιος κάτι, με απαρ., ἀπέδοξέ σφι πράττειν ή μὴ πράττειν, σε Ηρόδ., Ξεν.· μερικές φορές το απαρ. παραλείπεται, ὥς σφι ἀπέδοξε, όταν αποφάσισαν να μην (προχωρήσουν περαιτέρω), σε Ηρόδ.

Middle Liddell

δοκέω
it seems good not to do a thing, c. inf., ἀπέδοξέ σφι πράττειν or μὴ πράττειν Hdt., Xen.; sometimes with the inf. omitted, ὥς σφι ἀπέδοξε when they resolved not (to go on), Hdt.