κορυνηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koryniforos
|Transliteration C=koryniforos
|Beta Code=korunhfo/ros
|Beta Code=korunhfo/ros
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[club-bearing]], [[νύμφαι]] Epic. in <span class="title">Arch.Pap.</span>7.7: as Subst., <b class="b3">κ., οἱ</b>, [[club-bearers]], the body-guard of Peisistratos, <span class="bibl">Hdt.1.59</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>30</span>, <span class="bibl">D.L.1.66</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[peasants]] at Sicyon, <span class="bibl">Poll.3.83</span>.</span>
|Definition=κορυνηφόρον,<br><span class="bld">A</span> [[club-bearing]], [[νύμφη|νύμφαι]] Epic. in ''Arch.Pap.''7.7: as [[substantive]], [[κορυνηφόροι]], οἱ, [[club-bearers]], the body-guard of [[Peisistratos]], [[Herodotus|Hdt.]]1.59, Plu.''Sol.''30, D.L.1.66.<br><span class="bld">II</span> [[peasant]]s at [[Sicyon]], Poll.3.83.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κορῠνηφόρος''': -ον, [[ῥοπαλοφόρος]], Νόνν. Εὐαγγλ. κ. Ἰω. 18, στ. 3· ἐπίθετ. τοῦ Πριάπου ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5960, πρβλ. Ὁράτ. 1 Serm. 8. 4. 2) κορυνηφόροι, οἱ, ἦσαν οἱ ῥοπαλοφόροι σωματοφύλακες τοῦ Πεισιστράτου ἀντὶ τῶν συνήθων δορυφόρων, Ἡρόδ. 1. 59, Διογ. Λ. 1. 66, Πλουτ. Σόλων 30. ΙΙ. οἱ χωρικοὶ τῆς Σικυῶνος, καλούμενοι καὶ κατωνακοφόροι, Πολυδ. Γ΄, 83, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ἐν λέξ. Πενεστικόν, Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 424.
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui porte une massue ; οἱ κορυνηφόροι « les porte-massues », <i>gardes du corps de Pisistrate</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κορύνη]], [[φέρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κορυνηφόρος -ον &#91;[[κορύνη]], [[φέρω]]] subst.: οἱ κορυνηφόροι knotsdragers (lijfwacht van Pisistratus).
}}
{{pape
|ptext=<i>[[Keulen]], [[Kolben]] [[tragend]]</i>; οἱ κορυνηφόροι hießen <i>die [[Keulen]] tragenden [[Trabanten]] des Peisistratus</i>, Her. 1.59, Plut. <i>Sol</i>. 30, Solon bei DL. 1.66. – [[Beiname]] des [[Priapus]], <i>Inscr</i>. – Nach Poll. 3.83 hießen so die [[zwischen]] den [[Freien]] und den [[Sklaven]] stehenden [[Bauern]] der Sicyonier. Vgl. κατωνακοφόροι.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui porte une massue ; [[οἱ]] κορυνηφόροι « les porte-massues », <i>gardes du corps de Pisistrate</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κορύνη]], [[φέρω]].
|elrutext='''κορῠνηφόρος:''' ὁ Her., Plut., Diog. L. = [[κορυνήτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''κορυνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ρόπαλο]]· <i>κορυνοφόροι</i>, <i>οἱ</i>, ραβδούχοι, σωματοφύλακες του Πεισίστρατου, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κορυνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ρόπαλο]]· <i>κορυνοφόροι</i>, <i>οἱ</i>, ραβδούχοι, σωματοφύλακες του Πεισίστρατου, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κορῠνηφόρος:''' ὁ Her., Plut., Diog. L. = [[κορυνήτης]].
|lstext='''κορῠνηφόρος''': -ον, [[ῥοπαλοφόρος]], Νόνν. Εὐαγγλ. κ. Ἰω. 18, στ. 3· ἐπίθετ. τοῦ Πριάπου ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5960, πρβλ. Ὁράτ. 1 Serm. 8. 4. 2) κορυνηφόροι, οἱ, ἦσαν οἱ ῥοπαλοφόροι σωματοφύλακες τοῦ Πεισιστράτου ἀντὶ τῶν συνήθων δορυφόρων, Ἡρόδ. 1. 59, Διογ. Λ. 1. 66, Πλουτ. Σόλων 30. ΙΙ. οἱ χωρικοὶ τῆς Σικυῶνος, καλούμενοι καὶ κατωνακοφόροι, Πολυδ. Γ΄, 83, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ἐν λέξ. Πενεστικόν, Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 424.
}}
{{elnl
|elnltext=κορυνηφόρος -ον [κορύνη, φέρω] subst.: οἱ κορυνηφόροι knotsdragers (lijfwacht van Pisistratus).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κορυνη-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[club]]-[[bearing]]: κορυνοφόροι, οἱ, [[club]]-bearers, the [[body]]-[[guard]] of Peisistratus, Hdt.
|mdlsjtxt=κορυνη-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[club]]-[[bearing]]: κορυνοφόροι, οἱ, [[club]]-bearers, the [[body]]-[[guard]] of Peisistratus, Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυνηφόρος Medium diacritics: κορυνηφόρος Low diacritics: κορυνηφόρος Capitals: ΚΟΡΥΝΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: korynēphóros Transliteration B: korynēphoros Transliteration C: koryniforos Beta Code: korunhfo/ros

English (LSJ)

κορυνηφόρον,
A club-bearing, νύμφαι Epic. in Arch.Pap.7.7: as substantive, κορυνηφόροι, οἱ, club-bearers, the body-guard of Peisistratos, Hdt.1.59, Plu.Sol.30, D.L.1.66.
II peasants at Sicyon, Poll.3.83.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui porte une massue ; οἱ κορυνηφόροι « les porte-massues », gardes du corps de Pisistrate.
Étymologie: κορύνη, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυνηφόρος -ον [κορύνη, φέρω] subst.: οἱ κορυνηφόροι knotsdragers (lijfwacht van Pisistratus).

German (Pape)

Keulen, Kolben tragend; οἱ κορυνηφόροι hießen die Keulen tragenden Trabanten des Peisistratus, Her. 1.59, Plut. Sol. 30, Solon bei DL. 1.66. – Beiname des Priapus, Inscr. – Nach Poll. 3.83 hießen so die zwischen den Freien und den Sklaven stehenden Bauern der Sicyonier. Vgl. κατωνακοφόροι.

Russian (Dvoretsky)

κορῠνηφόρος: ὁ Her., Plut., Diog. L. = κορυνήτης.

Greek Monolingual

-ο (Α κορυνηφόρος και κορυνοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει κορύνη, ροπαλοφόρος
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κορυνηφόροι
α) οι ροπαλοφόροι σωματοφύλακες του Πεισιστράτου
β) χωρικοί ημιδουλοπάροικοι, προδωρικής καταγωγής, που υπηρετούσαν στη Σικυώνα υπό τις διαταγές Δωριέων ευγενών τών τριών φυλών και έφεραν για οπλισμό κορύνη
γ) αστυνομικό σώμα στην Αντιόχεια του Ορόντη
2. (το αρσ.) προσωνυμία του Πριάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κορυνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ρόπαλο· κορυνοφόροι, οἱ, ραβδούχοι, σωματοφύλακες του Πεισίστρατου, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠνηφόρος: -ον, ῥοπαλοφόρος, Νόνν. Εὐαγγλ. κ. Ἰω. 18, στ. 3· ἐπίθετ. τοῦ Πριάπου ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5960, πρβλ. Ὁράτ. 1 Serm. 8. 4. 2) κορυνηφόροι, οἱ, ἦσαν οἱ ῥοπαλοφόροι σωματοφύλακες τοῦ Πεισιστράτου ἀντὶ τῶν συνήθων δορυφόρων, Ἡρόδ. 1. 59, Διογ. Λ. 1. 66, Πλουτ. Σόλων 30. ΙΙ. οἱ χωρικοὶ τῆς Σικυῶνος, καλούμενοι καὶ κατωνακοφόροι, Πολυδ. Γ΄, 83, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ἐν λέξ. Πενεστικόν, Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 424.

Middle Liddell

κορυνη-φόρος, ον φέρω
club-bearing: κορυνοφόροι, οἱ, club-bearers, the body-guard of Peisistratus, Hdt.