Ὁμήρειος: Difference between revisions

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Omireios
|Transliteration C=Omireios
|Beta Code=*(omh/reios
|Beta Code=*(omh/reios
|Definition=Ὁμήρειον,<br><span class="bld">A</span>[[Homeric]], Hdt.5.67, Ar. ''Fr.''222; also η, ον, Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων Alex.Aet.5.6; τὸ [[Ὁμήρειον]] the [[Homeric]] [[phrase]], Hp.''Mochl.''5; οἱ [[Ὁμήρειοι]] = οἱ [[Ὁμηρίδαι]] II, Pl.''Tht.''179e. Adv. [[Ὁμηρείως]] = [[Homerically]] Ael.''NA''15.16.
|Definition=Ὁμήρειον,<br><span class="bld">A</span>[[Homeric]], [[Herodotus|Hdt.]]5.67, Ar. ''Fr.''222; also η, ον, Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων Alex.Aet.5.6; τὸ [[Ὁμήρειον]] the [[Homeric]] [[phrase]], Hp.''Mochl.''5; οἱ [[Ὁμήρειοι]] = οἱ [[Ὁμηρίδαι]] II, Pl.''Tht.''179e. Adv. [[Ὁμηρείως]] = [[Homerically]] Ael.''NA''15.16.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὁμήρειος Medium diacritics: Ὁμήρειος Low diacritics: Ομήρειος Capitals: ΟΜΗΡΕΙΟΣ
Transliteration A: Homḗreios Transliteration B: Homēreios Transliteration C: Omireios Beta Code: *(omh/reios

English (LSJ)

Ὁμήρειον,
AHomeric, Hdt.5.67, Ar. Fr.222; also η, ον, Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων Alex.Aet.5.6; τὸ Ὁμήρειον the Homeric phrase, Hp.Mochl.5; οἱ Ὁμήρειοι = οἱ Ὁμηρίδαι II, Pl.Tht.179e. Adv. Ὁμηρείως = Homerically Ael.NA15.16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'Homère, homérique.
Étymologie: Ὅμηρος.

Russian (Dvoretsky)

Ὁμήρειος: гомеровский Her., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

Ὁμήρειος: -ον, Ὁμηρικός, Ἡρόδ. 5. 67, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1· ὡσαύτως μετὰ καταλήξεως θηλ. Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων Ἀλέξανδρος ὁ Αἰτωλὸς παρ’ Ἀθην. 699C· τὸ Ὁμήρειον, ἡ Ὁμηρικὴ φράσις, Ἱππ. 848Β, Πλάτ. Θεαίτ. 179Ε. ― Ἐπίρρ., Ὁμηρείως, Αἰλ. π. Ζ. 15. 16.

Greek Monotonic

Ὁμήρειος: -ον, Ομηρικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο, σε Ηρόδ.· τὸ Ὁμήρειον, ομηρική φράση, σε Πλάτ.

Middle Liddell

Ὁμήρειος, ον,
Homeric, Hdt.: τὸ Ὁμ. the Homeric phrase, Plat.