περίθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perithymos
|Transliteration C=perithymos
|Beta Code=peri/qumos
|Beta Code=peri/qumos
|Definition=περίθυμον, [[very wrathful]], A.''Th.''724 (lyr.), ''Cat.Cod.Astr.''8(4).181; <b class="b3">τὸ π.</b> Ph.1.684. Adv. [[περιθύμως]] A.''Ch.''40(lyr.); [[περιθύμως ἔχειν]] or [[περιθύμως ἴσχειν]] to [[be very angry]], Hdt.2.162, Pl.''Ti.''88a: neut. as adverb, Plu.''Mar.''19.
|Definition=περίθυμον, [[very wrathful]], A.''Th.''724 (lyr.), ''Cat.Cod.Astr.''8(4).181; <b class="b3">τὸ π.</b> Ph.1.684. Adv. [[περιθύμως]] A.''Ch.''40(lyr.); [[περιθύμως ἔχειν]] or [[περιθύμως ἴσχειν]] to [[be very angry]], [[Herodotus|Hdt.]]2.162, Pl.''Ti.''88a: neut. as adverb, Plu.''Mar.''19.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίθῡμος Medium diacritics: περίθυμος Low diacritics: περίθυμος Capitals: ΠΕΡΙΘΥΜΟΣ
Transliteration A: períthymos Transliteration B: perithymos Transliteration C: perithymos Beta Code: peri/qumos

English (LSJ)

περίθυμον, very wrathful, A.Th.724 (lyr.), Cat.Cod.Astr.8(4).181; τὸ π. Ph.1.684. Adv. περιθύμως A.Ch.40(lyr.); περιθύμως ἔχειν or περιθύμως ἴσχειν to be very angry, Hdt.2.162, Pl.Ti.88a: neut. as adverb, Plu.Mar.19.

German (Pape)

[Seite 577] sehr zornig; κατάραι Οἰδίποδος, Aesch. Sept. 706; περιθύμως ἔχειν, sehr zornig sein, Her. 2, 162 (wie Plat. Tim. 87 e); aber 3, 50 lesen die mss. περὶ θυμῷ ἐχόμενος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein de courroux ; adv. • περίθυμον PLUT avec une grande irritation.
Étymologie: περί, θυμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίθῡμος -ον [περί, θυμός] woedend; n. adv. περίθυμον in grote woede; adv. περιθύμως woedend:. π. ἔχειν woedend zijn Hdt. 2.162.5.

Russian (Dvoretsky)

περίθῡμος: полный гнева, гневный (κατάραι Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ οργισμένος.
επίρρ...
περιθύμως και περίθυμον
με πολλή οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θυμός.

Greek Monotonic

περίθῡμος: -ον, πολύ οργισμένος, σε Αισχύλ.· επίρρ. -μως, στον ίδ.· περιθύμως ἔχειν, είμαι πολύ θυμωμένος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

περίθῡμος: -ον, σφόδρα ὠργισμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 725. - Ἐπίρρ. -μως, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 40· περιθύμως ἔχω, εἶμαι λίαν ὠργισμένος, Ἡρόδ. 2.162, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· περίθυμον ὡς ἐπίρρ., Πλουτ. Μάρ. 19.

Middle Liddell

περί-θῡμος, ον,
very wrathful, Aesch. adv. -μως, Aesch.; περιθύμως ἔχειν to be very angry, Hdt.