πανοικία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=panoikia
|Transliteration C=panoikia
|Beta Code=panoiki/a
|Beta Code=panoiki/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">whole household</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ge.</span>50.8</span>, al.; elsewh. in dat. <b class="b3">πανοικίᾳ</b>, Ion. <b class="b3">-ίῃ</b>, as Adv., <b class="b2">with all the house</b>, <span class="bibl">Hdt.7.39</span>, <span class="bibl">8.106</span>, <span class="bibl">9.109</span>, <span class="bibl">Philem.50</span>, <span class="title">Schwyzer</span>344.18 (Delph., ii B. C.), <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>450.27</span> (ii/iii A. D.).</span>
|Definition=ἡ, [[whole household]], [[LXX]] ''Ge.''50.8, al.; elsewhere in dat. [[πανοικίᾳ]], Ion. -ίῃ, as adverb, [[with all the house]], [[Herodotus|Hdt.]]7.39, 8.106, 9.109, Philem.50, ''Schwyzer''344.18 (Delph., ii B. C.), ''BGU''450.27 (ii/iii A. D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0461.png Seite 461]] ἡ, im nom. nicht vorkommend), πανοικίᾳ, = [[πανοικησίᾳ]], mit dem ganzen Hause, mit der ganzen Familie; Her. 7, 39. 8, 106. 9, 109, Philem. bei B. A. 112; Ath. VI, 252 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0461.png Seite 461]] ἡ, im nom. nicht vorkommend), πανοικίᾳ, = [[πανοικησίᾳ]], mit dem ganzen Hause, mit der ganzen Familie; Her. 7, 39. 8, 106. 9, 109, Philem. bei B. A. 112; Ath. VI, 252 e.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[toute la maison]], [[maisonnée]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[οἰκία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰνοικία''': Ἰων. -ίῃ, ἐπίρρ, [[κυρίως]] δοτ. τοῦ [[πανοικία]], [[ὅπερ]] ἄχρηστον ([[διότι]] παρὰ Φίλωνι 1. 461 [[παροικία]] [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή), σὺν πάσῃ τῇ οἰκίᾳ, σὺν πάσῃ τῇ οἰκογενείᾳ, πανοικί, οἰκογενειακῶς, Ἡρόδ. 7. 39., 8. 106., 9. 109, Φιλήμων ἐν «Νόθῳ» 2· - εὑρίσκομεν καὶ τὴν δοτ. πανοικισίᾳ Θουκ. 2. 16., 3. 57· πανοικεσίῃ Διον. Ἁλ. 7. 18· ἐνῶ τὸ συμφωνότερον πρὸς τὴν ἀναλογίαν ἐπίρρ. πανοικί, -εὶ (ἀπαντῶν ἐν Πλάτ. Ἐρυξ. 392C, Στράβ. 773, Συλλ. Ἐπιγρ. 7343, κτλ.) ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν αὐστηρῶς ἀττικιζόντων, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 510, κἑξ., πρβλ. [[πανστρατιᾷ]], [[πανσυδίῃ]].
|lstext='''πᾰνοικία''': Ἰων. -ίῃ, ἐπίρρ, [[κυρίως]] δοτ. τοῦ [[πανοικία]], [[ὅπερ]] ἄχρηστον ([[διότι]] παρὰ Φίλωνι 1. 461 [[παροικία]] [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή), σὺν πάσῃ τῇ οἰκίᾳ, σὺν πάσῃ τῇ οἰκογενείᾳ, πανοικί, οἰκογενειακῶς, Ἡρόδ. 7. 39., 8. 106., 9. 109, Φιλήμων ἐν «Νόθῳ» 2· - εὑρίσκομεν καὶ τὴν δοτ. πανοικισίᾳ Θουκ. 2. 16., 3. 57· πανοικεσίῃ Διον. Ἁλ. 7. 18· ἐνῶ τὸ συμφωνότερον πρὸς τὴν ἀναλογίαν ἐπίρρ. πανοικί, -εὶ (ἀπαντῶν ἐν Πλάτ. Ἐρυξ. 392C, Στράβ. 773, Συλλ. Ἐπιγρ. 7343, κτλ.) ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν αὐστηρῶς ἀττικιζόντων, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 510, κἑξ., πρβλ. [[πανστρατιᾷ]], [[πανσυδίῃ]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />toute la maison, maisonnée.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[οἰκία]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> ολόκληρη η [[οικογένεια]] («πᾱσα ἡ [[πανοικία]] Ἰωσήφ, καὶ οἱ ἀδελφοί αὐτοῡ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (συν. η δοτ. ως επίρρ.) <i>πανοικίᾳ</i> και ιων. τ. <i>πανοικίῃ</i><br />[[μαζί]] με όλη την [[οικογένεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οικία]]].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> ολόκληρη η [[οικογένεια]] («πᾶσα ἡ [[πανοικία]] Ἰωσήφ, καὶ οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (συν. η δοτ. ως επίρρ.) <i>πανοικίᾳ</i> και ιων. τ. <i>πανοικίῃ</i><br />[[μαζί]] με όλη την [[οικογένεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οικία]]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πανοικία -ας, ἡ, Ion. πανοικίη [πᾶς, οἶκος] de hele familie:. πανοικίῃ met de hele familie Hdt. 7.39.1.
|elnltext=πανοικία -ας, ἡ, Ion. πανοικίη &#91;[[πᾶς]], [[οἶκος]]] [[de hele familie]]:. πανοικίῃ met de hele familie Hdt. 7.39.1.
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνοικία Medium diacritics: πανοικία Low diacritics: πανοικία Capitals: ΠΑΝΟΙΚΙΑ
Transliteration A: panoikía Transliteration B: panoikia Transliteration C: panoikia Beta Code: panoiki/a

English (LSJ)

ἡ, whole household, LXX Ge.50.8, al.; elsewhere in dat. πανοικίᾳ, Ion. -ίῃ, as adverb, with all the house, Hdt.7.39, 8.106, 9.109, Philem.50, Schwyzer344.18 (Delph., ii B. C.), BGU450.27 (ii/iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 461] ἡ, im nom. nicht vorkommend), πανοικίᾳ, = πανοικησίᾳ, mit dem ganzen Hause, mit der ganzen Familie; Her. 7, 39. 8, 106. 9, 109, Philem. bei B. A. 112; Ath. VI, 252 e.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
toute la maison, maisonnée.
Étymologie: πᾶν, οἰκία.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνοικία: Ἰων. -ίῃ, ἐπίρρ, κυρίως δοτ. τοῦ πανοικία, ὅπερ ἄχρηστον (διότι παρὰ Φίλωνι 1. 461 παροικία εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή), σὺν πάσῃ τῇ οἰκίᾳ, σὺν πάσῃ τῇ οἰκογενείᾳ, πανοικί, οἰκογενειακῶς, Ἡρόδ. 7. 39., 8. 106., 9. 109, Φιλήμων ἐν «Νόθῳ» 2· - εὑρίσκομεν καὶ τὴν δοτ. πανοικισίᾳ Θουκ. 2. 16., 3. 57· πανοικεσίῃ Διον. Ἁλ. 7. 18· ἐνῶ τὸ συμφωνότερον πρὸς τὴν ἀναλογίαν ἐπίρρ. πανοικί, -εὶ (ἀπαντῶν ἐν Πλάτ. Ἐρυξ. 392C, Στράβ. 773, Συλλ. Ἐπιγρ. 7343, κτλ.) ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν αὐστηρῶς ἀττικιζόντων, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 510, κἑξ., πρβλ. πανστρατιᾷ, πανσυδίῃ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. ολόκληρη η οικογένεια («πᾶσα ἡ πανοικία Ἰωσήφ, καὶ οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ», ΠΔ)
2. (συν. η δοτ. ως επίρρ.) πανοικίᾳ και ιων. τ. πανοικίῃ
μαζί με όλη την οικογένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + οικία].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανοικία -ας, ἡ, Ion. πανοικίη [πᾶς, οἶκος] de hele familie:. πανοικίῃ met de hele familie Hdt. 7.39.1.