πολυτροπία: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polytropia | |Transliteration C=polytropia | ||
|Beta Code=polutropi/a | |Beta Code=polutropi/a | ||
|Definition=Ion. [[πολυτροπίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[versatility]], [[craft]], Hdt.2.121.έ.<br><span class="bld">II</span> [[multifariousness]], [[variety]], Hp.''Acut.''3 (pl.), D.H.''Amm.''2.3, Corn.''ND''25, M.Ant.12.24. | |Definition=Ion. [[πολυτροπίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[versatility]], [[craft]], [[Herodotus|Hdt.]]2.121.έ.<br><span class="bld">II</span> [[multifariousness]], [[variety]], Hp.''Acut.''3 (pl.), D.H.''Amm.''2.3, Corn.''ND''25, M.Ant.12.24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:06, 4 September 2023
English (LSJ)
Ion. πολυτροπίη, ἡ,
A versatility, craft, Hdt.2.121.έ.
II multifariousness, variety, Hp.Acut.3 (pl.), D.H.Amm.2.3, Corn.ND25, M.Ant.12.24.
German (Pape)
[Seite 675] ἡ, Gewandtheit, Verschlagenheit; Her. 2, 121, 5; Thuc. 3, 83; Sp., M. Ant. 12, 24.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
souplesse, habileté.
Étymologie: πολύτροπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυτροπία -ας, ἡ, Ion. πολυτροπίη [πολύτροπος] gewiekstheid. Hdt. 2.121ε.3. gevarieerdheid:. τὰς πολυτροπίας τάς... ἐν ἑκάστῃ τῶν νούσων de verschillende fasen in elke ziekte Hp. Acut. 3.
Russian (Dvoretsky)
πολυτροπία: ион. πολυτροπίη ἡ изворотливость, ловкость, хитрость Her.
Greek Monolingual
και ιων. τ. πολυτροπίη, ἡ, Α πολύτροπος
1. η ιδιότητα του πολύτροπου, πανουργία, δολιότητα
2. πολλαπλότητα, ποικιλία («ἡ ἐν τοῖς σχηματισμοῖς καινότης τε καὶ πολυτροπία», Διον. Αλ.).
Greek Monotonic
πολυτροπία: Ιων. -ίη, ἡ, ευστροφία, πανουργία, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυτροπία: Ἰων. -ίη, ἡ, εὐστροφία, πανουργία, δολιότης, Ἡρόδ. 2. 121, 5, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 24. ΙΙ. πολλαπλότης, ποικιλία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 2. π. Ἀμμών. 3.
Middle Liddell
πολυτροπία, ἡ,
versatility, craft, Hdt. [from πολύτροπος