Ὅπλητες: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Oplites
|Transliteration C=Oplites
|Beta Code=*(/oplhtes
|Beta Code=*(/oplhtes
|Definition=οἱ, = [[ὁπλῖται]], name of one of the four old tribes at Athens, Hdt.5.66, E.''Ion''1580, ''CIG''3665 ii 32 (Cyzicus); [[Ὁπλήθων]] (gen. pl.) ''SIG''57.2 (Milet., v B. C.); φυλὴ Ὁπλείτων ''Dacia''1.273 (Tomi); cf. [[Αἰγικορεῖς]].
|Definition=οἱ, = [[ὁπλῖται]], name of one of the four old tribes at Athens, [[Herodotus|Hdt.]]5.66, E.''Ion''1580, ''CIG''3665 ii 32 (Cyzicus); [[Ὁπλήθων]] (gen. pl.) ''SIG''57.2 (Milet., v B. C.); φυλὴ Ὁπλείτων ''Dacia''1.273 (Tomi); cf. [[Αἰγικορεῖς]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὅπλητες Medium diacritics: Ὅπλητες Low diacritics: Όπλητες Capitals: ΌΠΛΗΤΕΣ
Transliteration A: Hóplētes Transliteration B: Hoplētes Transliteration C: Oplites Beta Code: *(/oplhtes

English (LSJ)

οἱ, = ὁπλῖται, name of one of the four old tribes at Athens, Hdt.5.66, E.Ion1580, CIG3665 ii 32 (Cyzicus); Ὁπλήθων (gen. pl.) SIG57.2 (Milet., v B. C.); φυλὴ Ὁπλείτων Dacia1.273 (Tomi); cf. Αἰγικορεῖς.

Russian (Dvoretsky)

Ὅπλητες: οἱ Гоплеты (одна из четырех древнейших фил в Аттике) Her., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

Ὅπλητες: οἱ, = ὁπλῖται, ὄνομα μιᾶς τῶν ἀρχαίων φυλῶν ἐν Ἀθήναις, Ἡρόδ. 5. 66, Εὐρ. Ἴων. 1580· πρβλ. Αἰγικορεῖς.

Greek Monolingual

Ὅπλητες, οἱ (Α)
μία από τις τέσσερεις αρχαίες φυλές της Αττικής πριν από τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να προέρχεται από τον τ. Ὅπλης, -ητος (< ὅπλον), πρβλ. γυμνῆτες: γυμνός, κουρῆτες: κοῦρος. Σύμφωνα με μία άποψη, οι Ὅπλητες ήταν πολεμιστές, ενώ, κατ' άλλη, τεχνίτες].

Greek Monotonic

Ὅπλητες: οἱ, = ὁπλῖται, ονομασία μιας από τις τέσσερις αρχαιότερες φυλές των Αθηνών, σε Ηρόδ., Ευρ.

Middle Liddell

= ὁπλῖται]
name of one of the four old tribes at Athens, Hdt., Eur.