Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θωρακοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thorakoforos
|Transliteration C=thorakoforos
|Beta Code=qwrakofo/ros
|Beta Code=qwrakofo/ros
|Definition=Ion.</gram> θωρηκ-, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wearing a breastplate, cuirassier</b>, <span class="bibl">Hdt.7.89</span>,<span class="bibl">92</span>, <span class="bibl">8.113</span>, <span class="bibl">X. <span class="title">Cyr.</span>5.3.36</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.63c</span>; <b class="b3">τὸ θ</b>. <span class="bibl">D.C.47.43</span>.</span>
|Definition=Ion. [[θωρηκοφόρος]], ον, [[wearing a breastplate]], [[cuirassier]], [[Herodotus|Hdt.]]7.89,92, 8.113, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.3.36, Jul.''Or.''2.63c; <b class="b3">τὸ θ.</b> D.C.47.43.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte une cuirasse.<br />'''Étymologie:''' [[θώραξ]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui porte une cuirasse]].<br />'''Étymologie:''' [[θώραξ]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[θωρακοφόρος]] και ιων. τ. [[θωρηκοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει θώρακα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[θωρακοφόρος]]<br />[[στρατιώτης]] που ανήκε σε [[σώμα]] [[βαρέως]] οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[θωρακοφόρος]] και [[θωρηκοφόρος]]<br />[[στρατιώτης]] οπλισμένος με θώρακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θώραξ]], -<i>κος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κανη</i>-[[φόρος]] κερδο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=-ο (Α [[θωρακοφόρος]] και ιων. τ. [[θωρηκοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει θώρακα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θωρακοφόρος]]<br />[[στρατιώτης]] που ανήκε σε [[σώμα]] [[βαρέως]] οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[θωρακοφόρος]] και [[θωρηκοφόρος]]<br />[[στρατιώτης]] οπλισμένος με θώρακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θώραξ]], -<i>κος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>κανη</i>-[[φόρος]] κερδο</i>-[[φόρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θωρᾱκοφόρος:''' Ιων. θωρηκ-, -ον ([[φέρω]]), αυτός που φοράει θώρακα, ο [[θωρακοφόρος]] [[ιππέας]], σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''θωρᾱκοφόρος:''' Ιων. θωρηκ-, -ον ([[φέρω]]), αυτός που φοράει θώρακα, ο [[θωρακοφόρος]] [[ιππέας]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''θωρᾱκοφόρος:''' 2, ион. [[θωρηκοφόρος]] 2 одетый в панцирь, броненосный Her., Xen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φέρω]]<br />wearing a breastplate, a cuirassier, Hdt., Xen.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωρᾱκοφόρος Medium diacritics: θωρακοφόρος Low diacritics: θωρακοφόρος Capitals: ΘΩΡΑΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thōrakophóros Transliteration B: thōrakophoros Transliteration C: thorakoforos Beta Code: qwrakofo/ros

English (LSJ)

Ion. θωρηκοφόρος, ον, wearing a breastplate, cuirassier, Hdt.7.89,92, 8.113, X.Cyr.5.3.36, Jul.Or.2.63c; τὸ θ. D.C.47.43.

German (Pape)

[Seite 1230] einen Brustharnisch, Panzer tragend, Xen. Cyr. 5, 3, 36; in ion. Form θωρηκοφόρος, Her. 7, 89. 8, 113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une cuirasse.
Étymologie: θώραξ, φέρω.

Greek Monolingual

-ο (Α θωρακοφόρος και ιων. τ. θωρηκοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει θώρακα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο θωρακοφόρος
στρατιώτης που ανήκε σε σώμα βαρέως οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.θωρακοφόρος και θωρηκοφόρος
στρατιώτης οπλισμένος με θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, -κος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κανη-φόρος κερδο-φόρος.

Greek Monotonic

θωρᾱκοφόρος: Ιων. θωρηκ-, -ον (φέρω), αυτός που φοράει θώρακα, ο θωρακοφόρος ιππέας, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θωρᾱκοφόρος: 2, ион. θωρηκοφόρος 2 одетый в панцирь, броненосный Her., Xen.

Middle Liddell

φέρω
wearing a breastplate, a cuirassier, Hdt., Xen.