δημάρατος: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dimaratos | |Transliteration C=dimaratos | ||
|Beta Code=dhma/ratos | |Beta Code=dhma/ratos | ||
|Definition=[μᾰ], ον, (ἀράομαι) | |Definition=[μᾰ], ον, ([[ἀράομαι]]) [[prayed for by the people]]: hence as pr. n. of a king of Sparta, [[Herodotus|Hdt.]]5.75 (in Ion. form -άρητος), etc., cf. Eust.1093.57. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
[μᾰ], ον, (ἀράομαι) prayed for by the people: hence as pr. n. of a king of Sparta, Hdt.5.75 (in Ion. form -άρητος), etc., cf. Eust.1093.57.
German (Pape)
[Seite 561] vom Volke erfleht, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
δημάρᾱτος: -ον, (ἀράομαι) ὁ κατ’ εὐχὴν τοῦ λαοῦ, ὁ τῷ λαῷ ἐπιθυμητός· ἐντεῦθεν ὡς κύριον ὄνομα βασιλέως τινὸς τῆς Σπάρτης, Ἡρόδ., κτλ.· ἴδε Εὐστ. 1093. 57.
Greek Monolingual
δημάρατος, -ον (AM)
1. αυτός τον οποίο επιθυμεί ο λαός, που αναδεικνύεται με τις ευχές του λαού
2. (ως κύρ. όν. προσ.) Δημάρατος
όνομα βασιλέων της Σπάρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + αρατός < αρώμαι].
Greek Monotonic
δημάρᾱτος: -ον (ἀράομαι), αυτός που έχει έρθει κατόπιν επίκλησης, με την ευχή του λαού· ως προσωνύμιο βασιλιά της Σπάρτης, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἀράομαι
pryaed for by the people: as prop. n. of a king of Sparta, Hdt.