ἐπανηλογέω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epanilogeo
|Transliteration C=epanilogeo
|Beta Code=e)panhloge/w
|Beta Code=e)panhloge/w
|Definition=f.l. in <span class="bibl">Hdt. 1.90</span> <b class="b3">ἐπανηλόγησε πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ διάνοιαν</b> (leg. <b class="b3">ἐπαλιλλόγησε</b> from <span class="bibl">Poll. 2.120</span>, cf. <span class="bibl">Hdt.1.118</span>).
|Definition=f.l. in [[Herodotus|Hdt.]] 1.90 <b class="b3">ἐπανηλόγησε πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ διάνοιαν</b> (leg. [[ἐπαλιλλόγησε]] from Poll. 2.120, cf. [[Herodotus|Hdt.]]1.118).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπανηλογέω:''' αόρ. αʹ <i>ἐπανηλόγησα</i>, [[εξιστορώ]], [[συγκεφαλαιώνω]], σε Ηρόδ.· [[αλλά]] πιθ. το <i>ἐπαλιλλόγησα</i> είναι ο [[γνήσιος]] [[τύπος]]· βλ. παλιλ-λογέω.
|lsmtext='''ἐπανηλογέω:''' αόρ. αʹ <i>ἐπανηλόγησα</i>, [[εξιστορώ]], [[συγκεφαλαιώνω]], σε Ηρόδ.· [[αλλά]] πιθ. το <i>ἐπαλιλλόγησα</i> είναι ο [[γνήσιος]] [[τύπος]]· βλ. παλιλ-λογέω.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 ἐπανηλόγησα<br />to [[recount]], [[recapitulate]], Hdt.: but perhaps ἐπαλιλλόγησα is the true [[form]]: v. παλιλ-λογέω.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανηλογέω Medium diacritics: ἐπανηλογέω Low diacritics: επανηλογέω Capitals: ΕΠΑΝΗΛΟΓΕΩ
Transliteration A: epanēlogéō Transliteration B: epanēlogeō Transliteration C: epanilogeo Beta Code: e)panhloge/w

English (LSJ)

f.l. in Hdt. 1.90 ἐπανηλόγησε πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ διάνοιαν (leg. ἐπαλιλλόγησε from Poll. 2.120, cf. Hdt.1.118).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανηλογέω: τύπος ἀμφίβολος ἐν Ἡροδ. 1. 90, ἐπανηλόγησε πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ διάνοιαν, ἔνθα (εἰ γνήσιον) πρέπει νὰ σημαίνῃ ἀφηγοῦμαι πάλιν: ὁ Valck. ὅμως καὶ ἄλλοι διορθοῦσιν ἐπαλιλλόγησεν ἐκ τοῦ Πολυδεύκους Βʹ, 120, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 118. ‒ Ὁ τύπος κατηλογέω δὲν δύναται νὰ μνημονευθῇ ὡς ἀποτελῶν ἀναλογίαν, διότι ἰσοδυναμεῖ τῷ καταλογέω (τὸ δὲ ἀλογέω ἐσχηματίσθη κανονικῶς ἐκ τοῦ ἄλογος), ἐνῷ τὸ ἐπανηλογέω πρέπει νὰ ἰσοδυναμῇ τῷ ἐπαναλογέω.

Greek Monotonic

ἐπανηλογέω: αόρ. αʹ ἐπανηλόγησα, εξιστορώ, συγκεφαλαιώνω, σε Ηρόδ.· αλλά πιθ. το ἐπαλιλλόγησα είναι ο γνήσιος τύπος· βλ. παλιλ-λογέω.

Middle Liddell

aor1 ἐπανηλόγησα
to recount, recapitulate, Hdt.: but perhaps ἐπαλιλλόγησα is the true form: v. παλιλ-λογέω.